Τριακόσια τριάντα χρόνια πριν το Χριστό, είναι ένας άλλος «Θεός» που διαφεντεύει στην Ανατολή. Κυρίεψε ο Αλέξανδρος τη Μικρασία και τη Συρία και την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο και σπεύδει τώρα στα Γαυγάμηλα, τα Σούσα και την Περσέπολη, να αποτελειώσει το Δαρείο.
Παντού ιδρύει νέες πόλεις, παλαίμαχους στρατιώτες του εγκαθιστά, τον «τρόπο τον ελληνικό» του φέρεσθαι και ζείν και πολιτεύεσθαι, μα πιο πολύ του παιδεύειν εξαπλώνει, και φέρνει κι άλλους απ` τη Μακεδονία στη θέση τους, για να γευτούν κι αυτοί τη γλυκιά μέθη της νίκης και της εκδίκησης για όσα κάνανε οι Πέρσες στην Ελλάδα παλαιόθεν.
Κι έρχεσαι εσύ, δύο χιλιάδες και τριακόσια σαράντα έξι χρόνια μετά, καταμεσήμερο στη Φρυγία να ψάχνεις σκιά στους Κάδους, την πόλη που φτιάξανε τότε στις όχθες του Έρμου ποταμού οι Μακεδόνες άποικοι, του Αλεξάνδρου οι συμπολεμιστές.
Εδώ στην πόλη των «Καδοηνών Μακεδόνων», όπως οι ίδιοι έγραφαν στα νομίσματά τους, με τους «Σεβαστούς» και τους «Αυγούστειους» αγώνες της ρωμαϊκής περιόδου, την Επισκοπή των Βυζαντινών και την πλημμυρίδα νέων επιδρομέων, χίλια και βάλε χρόνια μετά τη φτιάξη της, μένεις μαρμαρωμένος και κοιτάς το μαρμαρένιο κίονα, όρθιο ακόμα να στέκεται, μα τόσο μόνος να επιμένει, να φωνάζει, χωρίς φωνή ν` ακούγεται, να ξεθωριάζουνε όλα τα γύρω τα μετέπειτα, μπροστά στο μάρμαρο που γλύφτηκε και γίνηκε κιονόκρανο ελληνικό, και τέτοιο μέχρι τα τώρα έμεινε, μαρμάρινη ταυτότητα της των «Καδοηνών Μακεδόνων» πόλεως, να δηλώνει «Μακεδονίς ειμί», καταμεσής στα αιώνια «μαρμαρένια αλώνια» της Μικρασίας και του Αλέξανδρου, του Μιθριδάτη και του Ηράκλειου, του κάθε ανώνυμου Ακρίτη και Ρωμιού…
Μαρμαρένιος ο κίονας, μαρμαρένιοι και τόσοι άλλοι παλαιοί εδώ, μαρμαρωμένος εσύ, μαρμαρωμένος και ο βασιλιάς, και μείναν μοναχά τα μάρμαρα για να στοιχειώνουνε τις ρίζες τις παλιές μας τις μαρμάρινες, και το μαρμαρωμένο μας το σήμερα…