(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ιστορήματα της Κατοχής και των
πρώτων μετακατοχικών χρόνων» του Νικολάου Εμμανουηλίδη. Ο συγγραφέας είναι ένα
από τα επτά παιδιά του δάσκαλου Χρήστου Εμμανουηλίδη, που ήρθε πρόσφυγας από το
Ασαρτζούχ Νικοπόλεως στα Κύργια Δράμας).
Το σπίτι καμένο,
όλα ρημαδιό με την πυρπόληση του χωριού από τους Βουλγάρους, όταν κατεβήκαμε
από το βουνό. Μια γελάδα, ο γάιδαρος, λίγα πουλερικά, μόνη περιουσία για
δεκαμελή οικογένεια…
Είδη κρυμμένα στο
υπόγειο πήραν φωτιά λίγο μετά, από αναθυμιάσεις, και μαζί τους κάηκε η κρυφή
ελπίδα! Σώθηκε μόνο η ραπτομηχανή της μητέρας να ράβει τα ρουχαλάκια των
παιδιών. Σώθηκαν και κάποια βιβλία στην κόχη ενός τοίχου προφυλαγμένα με
λαμαρίνες -πρόνοια του πατέρα- για τη μελλοντική μόρφωση των παιδιών.
Οι τοίχοι του
σπιτιού δεν έπεσαν με το κάψιμο και πάνω σ’ αυτούς κτίσαν το νέο μας φτωχικό,
με κορμούς δέντρων για δοκάρια απ’ το αμπέλι του παππού και με σανίδες όλο
ρόζους και τρύπες – γύρευε πού τις βρήκαν!..
Κάτω, δωμάτιο και
κελάρι χωρίς δάπεδο, πάνω, δωμάτιο και σάλα χωρίς ταβάνι. Όταν, καλοκαίρι,
κοιμόμασταν στη σάλα, κάναν παρέλαση πάνω μας τα σκουλήκια, που πέφταν απ’ τα
κρεμασμένα καπνά στα δοκάρια – μας έπιανε φαγούρα μέχρι ματώματος!..
Χειμώνα
στριμωχνόμασταν στο πάνω δωμάτιο (το κάτω ήταν για τον παππού και τη γιαγιά),
οι γονείς σε κρεβάτι, τα έξι αδέλφια στρωματσάδα ένας δίπλα στον άλλο. Με
τραβηγμένο το φυτίλι, να μην καίει πολύ πετρέλαιο, η λάμπα συχνά έσβηνε,
πατούσες σώματα δρασκελίζοντας να πας για σωματική ανάγκη στην τουαλέτα. Τί
τουαλέτα! Δυο μεγάλες πέτρες αριστερά δεξιά να πατάς πάνω και να κάνεις τη
δουλειά σου… Χωρίς σκεπή, κάτι πουρνάρια στον τοίχο σε προφύλαγαν από τα
βλέμματα των περαστικών στο δρομάκο πίσω από το σπίτι. Ήταν εκεί κι ένας κουβάς
γεμάτος να ρίχνουν που και που το λειψό νερό, να φεύγουν όπως όπως οι
ακαθαρσίες στο λάκκο απόπατου του παλιού καμένου σπιτιού. Λεφούσι οι μύγες κι
οι χρυσόμυγες. Πετιόντουσαν λαφιασμένες, αν πλησίαζες, κολλούσαν πάνω σου, τις
έδιωχνες και ξαναγύριζαν οι πεισματάρες, μια δυο τρεις φορές, αναγκαζόσουν στο
τέλος να συμβιβαστείς… Φορείς μικροβίων, μα ποιος να νοιαζόταν – και να
νοιαζόταν πού νάβρισκες εντομοκτόνο τότε!..
Σήκωσαν κολλητά στο
σπίτι και κεραμόσκεπη μικρή κουζίνα, απ’ τη μεριά της πόρτας του σπιτιού, να
είναι λειτουργική. Μόνιμα μέσα ένα ξύλινο στρογγυλό τραπέζι χαμηλό και έξι
χαμηλά μικρά σκαμνάκια, όσα και τα παιδιά.
Πείνα τότε, το
πρωινό φτωχικό. Συνήθως, χυλός από βρασμένο φούρνικο καλαμποκίσιο αλεύρι, στον
οποίο περίχυναν τσιγαριστό βούτυρο γελάδας. «Χαβίτσι» το λέγανε στο σπίτι,
«κατσαμάκι» άλλοι πρόσφυγες στο χωριό. Το καλομαγείρευε η μητέρα, γέμιζε τη
μεγάλη γαβάθα στο τραπέζι, κοινή για όλους. Μόλις πιάναμε τα κουτάλια στα
χέρια, βροντοφώναζε ο παππούς:
«Τουσμάν-αγά
γιουρούς!...»
Κι άρχιζε
η έφοδος στο «χαβίτσι»! Καταλαβαίναμε ότι «γιουρούς» σήμαινε έφοδος. Ποιος ο
Τουσμάν-αγάς μάθαμε αργότερα: ένας λήσταρχος Τούρκος, που με ξαφνικές εφόδους
λυμαινόταν τα ελληνικά χωριά στην περιοχή του παππού, στον Πόντο.
Ο παππούς Νικόλας
Εμμανουηλίδης
από το Ασαρτζούχ της Νικοπόλεως – Γαράσαρης.
Ο συναγωνισμός
έντονος, έντιμος όμως, αδελφικός, χωρίς ζαβολιές! Τα κουτάλια πηγαινοέρχονταν
στο «χαβίτσι», έβγαζαν «φωτιά», τσούγκριζαν καμιά φορά πάνω στη βιασύνη. Ο πιο
σβέλτος στο κουτάλιασμα την ταράτσωνε καλά την κοιλίτσα του… Κάτι υπολείμματα
αφήνονταν από αβροφροσύνη στο μικρότερο, να ξύνει να ξύνει καλά με το κουτάλι
τη γαβάθα εσωτερικά κι ό,τι περιμάζευε να το τρώει με την ησυχία του!..
Μπορεί με δόση
ειρωνείας να έλεγε τη φράση αυτή ο παππούς, ότι σαν πειναλέοι του Τουσμάν-αγά
ορμούσαμε στο «χαβίτσι», μα εμείς το εισπράτταμε σαν προτροπή εφόδου, σαν το
«επάνω τους παιδιά!..», σαν το «αέρααα!..» του αλβανικού πολέμου ή σαν το «ίτε
παίδες!..» των αρχαίων προγόνων μας. Έγινε συνθηματική φράση και σ’ εμάς τα
παιδιά.
«Τουσμάν-αγά
γιουρούς!...» φωνάζαμε στο ξεκίνημα έντονης προσπάθειας, στο θέρος, στα καπνά,
ακόμα και στα παιχνίδια – το μεταδώσαμε και στα γειτονόπουλα.
Τα βράδια συχνά τη
βγάζαμε ξεροσφύρι με νερόβραστο τσάι. Σέρβιρε η μητέρα το τσάι σε μεταλλικά
κύπελλα (πού ποτήρια τότε!) και θρύβαμε μπόλικο ψωμί στα τσάι, να ξεγελάσουμε τα
στομάχια μας. Φώναζε αγριεμένος ο παππούς:
«Ε, τι κάνετε!
Θρύβετε, θρύβετε, τρώτε, τρώτε, αμόν’ αγγεία ένουστουν…»
Μας κατσάδιαζε για
σπατάλη κι έλεγε πως απ’ το φάε φάε έγιναν τάχα οι κοιλιές μας χοντρές σαν
αρχαία αγγεία…
Τον σεβόμασταν πολύ
το παππού. Τον ξέραμε δουλευταρά, δουλειά απ’ το πρωί ως το βράδι στα χωράφια,
στο αμπέλι, στο μαγαζί, μια ζωή δουλειά ως τα βαθιά γεράματα.
Τον ξέραμε
λιγόλογο, λίγες σταράτες κουβέντες, όταν και όπου έπρεπε.
Τον ξέραμε σοβαρό,
σπάνια να κάνει αστεία, να καλαμπουρίσει. Με το σταγονόμετρο ιστοριούλες στα
εγγονάκια του, ίσως γιατί δεν του περίσσευε χρόνος, ίσως γιατί τα κατάφερνε
καλύτερα ο γιός του, σα δάσκαλος μορφωμένος.
Τον ξέραμε
αισιόδοξο. Τόσα και τόσα τράβηξε στον Πόντο από τους Τούρκους, στην Κατοχή απ’
τους Βουλγάρους, ποτέ δε λιποψύχησε, συνέχιζε με πίστη κι έβγαινε πάντα
νικητής.
Τον ξέραμε
καλόκαρδό, ανοιχτοχέρη στην πελατεία του μαγαζιού, έδινε αβέρτα βερεσέ, χάριζε
χρέη σε χήρες κι ορφανά. Τέτοια όμως κατσάδα ποτέ δεν περιμέναμε από τον
παππού.
Από τη γιαγιά, ναι,
τρώγαμε συχνά κατσάδες να κάνουμε οικονομία, το συνηθίσαμε όμως, γελούσαμε
καμιά φορά για τις υπερβολές της. Από τον παππού όμως όχι, γι’ αυτό μας
πείραζε, ποτέ δεν το χωνέψαμε.
Με το δίκιο μας!
Να φάμε δεν είχαμε,
πίτα οι κοιλιές, πού τις έβρισκε φουσκωτές σαν αρχαία χοντρόκοιλα αγγεία! Σαν
ξερακιανές αρχαίες «λήκυθοι» νεκρικής χρήσης ναι, μοιάζανε οι πεινασμένες
κοιλιές μας. Και πού είδες, βρε παππού, αρχαία αγγεία εκεί στο απόμακρο ορεινό
χωριό Ασαρτζούκ της Νικόπολης του Πόντου, όπου ζούσες, μακριά απ’ το πρόσωπο
του κόσμου; Στο κάτω κάτω, σε ώρα ανάπτυξης βρισκόμασταν κι είχαμε ανάγκη όχι
από νερόβραστο τσάι με σκέτο ψωμί, αλλά από γερή τροφή…
Τον έβαλε
κάποτε στη θέση του η μητέρα, κατάλαβε το λάθος του. Από τότε όχι μόνο δεν μας
κατσάδιαζε, αν θρύβαμε πολύ ψωμί στο τσάι, αλλά μας έφερνε ό,τι μπορούσε απ’ το
φτωχικό μαγαζί του, να δυναμώσουμε, να γίνουμε σα στρουμπουλά «αρχαία αγγεία»,
αν ήταν δυνατό εκείνες τις δύσκολες ώρες της κατοχής…
Τα έξι αγόρια, όλοι επιστήμονες, του δάσκαλου Χρήστου Εμμανουηλίδη.
Περισσότερα
γι’ αυτήν την οικογένεια από το πολυπληθές γένος των Μανουηλάντων,
μπορείτε να
δείτε κι εδώ:
"Μανουηλάντ, ασό Ασαρτζούχ σα Κύργια"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου