Του Νίκου Πετρίδη
(Το κείμενο περιλαμβάνεται
στον επετειακό τόμο «Πόντος, προαιώνια πατρίδα» των εκδόσεων ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ και
του ΦΑΡΟΥ ΠΟΝΤΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ, που κυκλοφόρησε το Μάιο 2014).
Ο Ferudunzade Osman, γεννήθηκε
στην Κερασούντα το 1883 (ή αρχές του 1884) και η οικογένειά του ήταν από τις
λίγες μουσουλμανικές που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο φουντουκιών, αφού σ`
αυτό κυριαρχούσαν οι Έλληνες της πόλης.
Οι αποθήκες και το σπίτι τους βρισκόταν στην
παραλιακή συνοικία Hacı Hüseyin, στην
ανατολική πλευρά της πόλης, μετά τις ελληνικές συνοικίες Κόκκαρη και Τσιναρλάρ.
Παππούς του ήταν ο İsmail Kaptan και γονείς του ο Hacı Mehmet
Efendi και
η Zeynep Hanım.
Από μικρός δούλεψε στην οικογενειακή
επιχείρηση και πολλές φορές ταξίδεψε στον Εύξεινο Πόντο, μεταφέροντας τα
προϊόντα τους σε πελάτες τους στο Βατούμ, στην Τραπεζούντα, στα Κοτύωρα, στην
Αμισό και αλλού. Ίσως αυτή η δραστηριότητα και τα ταξίδια, να ήταν η αιτία για
την προτίμησή του να συχνάζει σε μικρομάγαζα της παραλίας και να
συναναστρέφεται με χαμάληδες, βαρκάρηδες, ναυτικούς και λαθρέμπορους της
εποχής.
Αντίθετα με τον αδερφό του, ο Οσμάν έμεινε
αγράμματος και τελικά δεν επελέγη αυτός από τον πατέρα τους για να διευθύνει
την επιχείρηση. Αυτή η απόφαση μάλλον δυσαρέστησε τον Οσμάν, γι` αυτό και
αλλάζει επάγγελμα. Συνεταιρίζεται με δύο Έλληνες, με ένα πριονιστήριο στον
ποταμό Ασκάνιο (Aksu deresi) λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Κερασούντας. Έχει ήδη
παντρευτεί την Hatun Panaz Hanım, κόρη του Panazoğlu Hacı İsmail Ağa και μαζί της θα αποκτήσει δύο αγόρια, τον Ismail και το Mustafa.
Μέχρι τότε δεν φαίνεται να έχει σχέση με
παραβατικές συμπεριφορές, καταγράφεται ως τυπικός οικογενειάρχης, χωρίς
προσωπικές περιπέτειες και αποφεύγει σταθερά το αλκοόλ.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ καλές σχέσεις που
είχαν ο πατέρας του και ο αδερφός του με τους Έλληνες της Κερασούντας (κάτι που
συνεχίστηκε και στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν), μόνο υποθέσεις μπορούμε να
κάνουμε για τους λόγους που μπορεί να συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της
μελλοντικής του πορείας.
Ίσως να υπήρξε κάποια σύγκρουση με τους
Έλληνες συνεταίρους του ή ανταγωνιστές στην ίδια περιοχή (στον Ασκάνιο υπήρχαν
πολλά πριονιστήρια και εργοστάσια ξυλείας, σχεδόν αποκλειστικά ελληνικής
ιδιοκτησίας).
Ίσως να είχε ήδη αποκτήσει σχέσεις με κάποια
οργάνωση, από αυτές που δημιουργήθηκαν μετά το κίνημα των Νεότουρκων και αντιδρούσαν
στην αυξανόμενη οικονομική δύναμη και κοινωνική ανέλιξη των μειονοτήτων. Ας μην
ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο η Κερασούντα γνωρίζει τεράστια οικονομική
ανάπτυξη, είναι μεγάλο εξαγωγικό λιμάνι προς τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και
τις ευρωπαϊκές αγορές, ξεπερνά τις 25.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι
περισσότεροι από τους μισούς είναι Έλληνες, ενώ υπάρχουν και αρκετές χιλιάδες
Αρμενίων.
Ακριβώς τότε τοποθετείται η χρονική στιγμή
αλλαγής της πορείας και της μετέπειτα ζωής του Οσμάν Φεριτίνογλου. Με την έναρξη
του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, είναι ήδη 28 ετών και ετοιμάζεται να καταταγεί.
Η αποκάλυψη ότι ο πατέρας του, κρυφά από τον ίδιο, έχει προλάβει να πληρώσει τα
απαιτούμενα ποσά για να αποφύγουν οι γιοί του τη στράτευση, τον κάνει έξαλλο
και συγκρούονται πολύ έντονα. Έκτοτε φαίνεται να κόβει κάθε δεσμό με την
οικογένειά του.
Κατατάσσεται εθελοντικά και με άλλους 65
εθελοντές από την Κερασούντα, μεταφέρονται στην Κωνσταντινούπολη για να
προωθηθούν στο μέτωπο. Στις μάχες εναντίον των Βουλγάρων, κοντά στο Λουλέ
Μπουργάς της Θράκης, τραυματίζεται σοβαρά από έκρηξη οβίδας στο δεξί γόνατο.
Καταλήγει για θεραπεία σε νοσοκομείο, στο Σισλί της Κωνσταντινούπολης, όπου
εγχειρίζεται και νοσηλεύεται. Από τότε θα παραμείνει με πρόβλημα στο δεξί πόδι
και θα αποκτήσει το προσωνύμιο Τοπάλ (κουτσός).
Περισσότεροι από τους μισούς εθελοντές που
πολέμησαν στο βαλκανικό μέτωπο, σκοτώθηκαν. Όσοι επέστρεψαν στην Κερασούντα
κράτησαν επαφή μεταξύ τους και αποτέλεσαν τον πυρήνα των εγκληματικών ομάδων
που θα δημιουργηθούν τα επόμενα χρόνια.
Με την είσοδο της Τουρκίας στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τοπάλ Οσμάν συμμετέχει σε μια εθελοντική ομάδα που
απαρτίζουν περίπου 100 Κερασούντιοι και 150 έγκλειστοι των φυλακών
Τραπεζούντας, για διάφορα αδικήματα, οι οποίοι αφήνονται ελεύθεροι.
Η ομάδα αυτή, μαζί με άλλες παρόμοιες,
πολέμησε κατά των ρωσικών στρατευμάτων στο μέτωπο του Βατούμ. Με την
οπισθοχώρηση ακολούθησαν τα κύματα χιλιάδων Λαζών προσφύγων προς τα δυτικά, οι
οποίοι λεηλατούσαν στο πέρασμά τους ελληνικά χωριά, αλλά και τουρκικά, με
αποτέλεσμα να σημειωθούν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων.
Ταυτόχρονα, στο κύμα αυτό των φυγάδων,
παρουσιάστηκαν πολλά κρούσματα τύφου και χολέρας. Τότε προσβλήθηκε και ο Τοπάλ
Οσμάν από τυφοειδή πυρετό, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή του και να
χρειαστεί αρκετό διάστημα μέχρι να αναρρώσει.
Ο τουρκικός στρατός υφίσταται συνεχείς ήττες
στο ανατολικό μέτωπο, με αποκορύφωμα την πανωλεθρία στο Σαρίκαμις, με
αποτέλεσμα ο ρωσικός στρατός να φτάσει μέχρι τη Χερίανα, ενώ το 1916
καταλαμβάνει την Τραπεζούντα.
Οι χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες που
φεύγουν προς τα δυτικά και οι ασύντακτες ομάδες εξαθλιωμένων στρατιωτών που
οπισθοχωρούν, αποτελούν πραγματική πληγή για τα ελληνικά χωριά της
Αργυρούπολης, της Νικόπολης, της Κερασούντας κλπ. Έχουν προηγηθεί ήδη από το
1915 οι εκτοπίσεις και η εξολόθρευση χιλιάδων Αρμενίων, με κορυφαίο γεγονός
αντίδρασης στον Πόντο, την εξέγερση της Νικόπολης (1).
Τότε αρχίζουν να συγκροτούνται και οι πρώτες
συμμορίες ατάκτων στην ευρύτερη περιοχή, με αιτιολογία την ανεύρεση φυγόστρατων,
αλλά με προφανή σκοπό την εξόντωση των χριστιανών και τη λεηλασία. Είναι η
χρονική στιγμή που αρχίζει να λάμπει το «άστρο» του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος
πρωταγωνιστεί σ` αυτές τις απάνθρωπες πρακτικές εναντίον άμαχου και
ανυπεράσπιστου πληθυσμού.
Από τα τέλη του 1916, αρχίζουν οι μαζικοί
και οργανωμένοι εκτοπισμοί από παραλιακά ελληνικά χωριά και από τα χωριά της
Νικόπολης που βρίσκονται πάνω και κοντά στους κύριους οδικούς άξονες.
Το Δεκέμβριο του 1916, σε επιστολή του
Μητροπολίτη Χαλδίας Λαυρέντιου, αναφέρεται επίσημα για πρώτη φορά, το όνομα του
Τοπάλ Οσμάν ως εγκληματικού στοιχείου (2).
Ενώ η Νικόπολη διαθέτει Έλληνα βουλευτή στο
Οθωμανικό Κοινοβούλιο (3), εντούτοις αυτή ειδικά η περιοχή βρίσκεται στο έλεος
των συμμοριών του Τοπάλ Οσμάν, των αδερφών Ταπάνογλου από την Πάλτζανα, του Αλή
Οσμάν από το Αγουτμούς και στα δυτικά τμήματα κυριαρχούν οι συμμορίες των
Μαούς-μπέη, Γιουσούφ-τσαούς, Τουρμούς, Τεβρένογλου Μουσταφά, Πεκτές Αχμέτ κλπ.
Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν
Την ίδια χρονική περίοδο έχουν ήδη
δημιουργηθεί οι πρώτες ελληνικές ομάδες αυτοάμυνας, κυρίως από φυγόστρατους που
κρύβονταν στα ορεινά, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αμισού και των Κοτυώρων.
Πρωτεργάτες και συντονιστές οι Μητροπολίτες Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης και
Νεοκαισάρειας Πολύκαρπος Ψωμιάδης (4).
Η πρόταση που έκανε αυτοπροσώπως ο
Μητροπολίτης Γερμανός για δημιουργία ανάλογων αντάρτικων ομάδων και στην
περιοχή Νικοπόλεως, με κοινό συντονισμό και για καλύτερα αποτελέσματα,
αντικρούστηκε σθεναρά από τον Νικοπόλεως Σωφρόνιο (5).
Έτσι έμεινε εντελώς ελεύθερο το πεδίο της
ευρύτερης περιοχής, μέχρι και την Κερασούντα, στον Τοπάλ Οσμάν, αφού και η
δημογεροντία της Νικοπόλεως επικρότησε απόλυτα τη στάση του Σωφρόνιου,
φοβούμενη αντίποινα και δυσμενέστερες επιπτώσεις.
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση και την
αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, το πεδίο μένει στο «έλεος» του Τοπάλ Οσμάν,
οι τσέτες του οποίου έχουν πλέον φτάσει τους 800. Ακολουθεί η ανακωχή και η
συνθηκολόγηση της Τουρκίας, ενώ ο Οσμάν, έχει «αναδειχθεί» Δήμαρχος
Κερασούντας.
Αυτή η περίοδος μετά την ανακωχή, έφερε
μεγαλύτερη κατάσταση αναρχίας σε όλη την περιοχή. Οι συμμορίες των Τοπάλ Οσμάν,
Ταπάνογλου, Τόμογλου και Καρά Αχμέτ που είχαν επικρατήσει, κινούνταν εντελώς
ασύδοτα ως απόλυτοι κυρίαρχοι πάνω σε περιουσίες και ανθρώπινες ζωές.
Τότε σημειώνεται μια εξέλιξη που δεν έχει
εξεταστεί και δεν έχει εξηγηθεί πλήρως μέχρι σήμερα. Τα βασικά σημεία είναι
γνωστά. Οι ομάδες του Τοπάλ Οσμάν κυριαρχούν στις περιοχές Κερασούντας και
Νικοπόλεως, ενώ ο ίδιος στην Κερασούντα απαιτεί και κατορθώνει να αποσπάσει
μεγάλα χρηματικά ποσά από τους ευκατάστατους Έλληνες. Αυτοί αποφασίζουν να
απευθυνθούν στον Άγγλο Αρμοστή Χάτσινσον που έχει εγκατασταθεί στην πόλη τους
ως εκπρόσωπος της Entente και τελικά, με τη
μεσολάβησή του, συντάσσουν μια έγγραφη διαμαρτυρία και τη στέλνουν στην
Κωνσταντινούπολη.
Το Έκτακτο Στρατοδικείο εξέτασε τα
καταγγελλόμενα, επικήρυξε τους τέσσερις αρχιτσέτες, διέταξε την άμεση σύλληψή
τους και τη μεταφορά στους στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Απρίλιο του 1919 φτάνει το ένταλμα του
Στρατοδικείου και ο Τοπάλ Οσμάν φεύγει για τη Νικόπολη και κρύβεται προκειμένου
να αποφύγει τη σύλληψη.
Στις 19 Μαΐου φτάνει στην Αμισό ο Mustafa Kemal,
απεσταλμένος της κυβέρνησης για να επιβλέψει και να επιβάλλει την έννομη τάξη
και την προστασία των πληθυσμών από τις ληστοσυμμορίες. Αυτός όμως είναι ήδη
αποφασισμένος να στασιάσει κατά της κυβέρνησης και να υπερασπιστεί την
ακεραιότητα της χώρας.
Ο Τοπάλ Οσμάν, ένας από τους κύριους
αρχισυμμορίτες που έπρεπε να συλλάβει ο Μουσταφά Κεμάλ, αφήνει τη Νικόπολη
συνοδευόμενος από τρεις συντρόφους του και συναντιούνται μαζί του στη Χάβζα.
Εκεί ουσιαστικά αντιμετωπίζει ένα ξεκάθαρο δίλημμα. Ή συλλαμβάνεται και
εξοντώνεται ή ακολουθεί τον Κεμάλ.
Η απόφαση δεν ήταν καθόλου δύσκολη και
συνέφερε και τις δύο πλευρές απόλυτα. Ο Τοπάλ Οσμάν πλέον είναι ο εντεταλμένος
του Κεμάλ για να οργανώσει το στασιαστικό εθνικιστικό κίνημα στην περιοχή και
να την ελέγξει απόλυτα και καθ` οιονδήποτε τρόπο, κυριολεκτικά εν λευκώ, ως
«Διοικητής» της παραλιακής ζώνης της Μαύρης Θάλασσας.
Μετά τη συμφωνία επέστρεψε στη Νικόπολη και
άρχισε να συγκεντρώνει μουσουλμάνους οπαδούς και υποχρεωτικές οικονομικές
εισφορές από τους χριστιανούς, όντας ακόμα καταζητούμενος και επικηρυγμένος.
Στις 8 Ιουλίου 1919 συμβαίνει κάτι
αναπάντεχο. Η νόμιμη κυβέρνηση, αναιρεί την επικήρυξη και τη διαταγή σύλληψης
του Τοπάλ Οσμάν. Είναι πλέον ελεύθερος να κινηθεί όπως και όπου θέλει. Όπως
είναι φυσικό, επιστρέφει στην πατρίδα του Κερασούντα και εγκαθίσταται πάλι ως
Δήμαρχος, ενώ οι οπαδοί του τον υποδέχονται με φρενήρη ενθουσιασμό.
Για την εξέλιξη αυτή υπάρχουν τρείς
ερμηνείες.
Η πρώτη θεωρεί ότι μετά τη συμφωνία τους, ο
Κεμάλ κατόρθωσε μέσω κρυφών υποστηρικτών του στην Κυβέρνηση να πετύχει την αμνήστευση
του Τοπάλ Οσμάν.
Η δεύτερη, ότι Έλληνες προύχοντες και
οικονομικοί παράγοντες της περιοχής, είτε εκβιαζόμενοι από τον ίδιο είτε
φοβούμενοι για αντίποινα εκ μέρους του, ζήτησαν εγγράφως να του δοθεί αμνηστία.
Η τρίτη ερμηνεία, την οποία προβάλλουν
άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα αυτοπροσώπως (7), είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Σύμφωνα μ` αυτήν, οι τέσσερις αρχισυμμορίτες (Τοπάλ Οσμάν, Τόμογλου,
Ταπάνογλου, Καρά Αχμέτ) ζήτησαν τη βοήθεια του Μητροπολίτη Χαλδίας. Είχαν
λόγους να κάνουν κάτι τέτοιο, αφού υπήρχε η άποψη ότι ο Λαυρέντιος ήταν
υπέρμαχος της συνεργασίας του χριστιανικού στοιχείου με του Τούρκους. Μάλιστα
τοπικοί Έλληνες προύχοντες, τον κατηγορούσαν ως πολέμιο της ιδέας για
ανεξαρτησία του Πόντου.
Ο Λαυρέντιος, τους παρέπεμψε στον προσφάτως
αφιχθέντα νέο Μητροπολίτη Νικοπόλεως, Γερβάσιο (8), επειδή αυτός είχε
προσβάσεις σε σημαντικούς κυβερνητικούς παράγοντες. Ο Γερβάσιος είχε μάθει ότι
παλαιότερα ο νυν συμμορίτης Τόμογλου, είχε βοηθήσει τους χριστιανούς της
περιοχής και έτσι αποφάσισε να ζητήσει τη συνδρομή του Βαλή Σεβαστείας Nurettin Bey, με
τον οποίο γνωρίζονταν από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Βαλής μεσολάβησε στην κυβέρνηση και έτσι
δόθηκε χάρη και αμνηστία και στους τέσσερις αρχισυμμορίτες. Αυτοί ευχαρίστησαν το
Γερβάσιο και έφυγαν για την Κερασούντα οι τρεις και για το χωριό του Πάλτζανα
Νικοπόλεως ο Ταπάνογλου, ο οποίος μάλιστα έκτοτε βοηθούσε όποτε μπορούσε τους
χριστιανούς συντοπίτες του και δεν ενόχλησε κανέναν.
Ο Μητροπολίτης Χαλδίας, Λαυρέντιος Παπαδόπουλος, με τη
συνοδεία του
Εάν αυτή, η τρίτη ερμηνεία, είναι η σωστή,
τότε πρόκειται περί εντυπωσιακής πτυχής της ιστορίας. Εάν δεν υπήρχε η
μεσολάβηση του Γερβασίου και η αμνήστευση των συμμοριτών, ίσως ο Τοπάλ Οσμάν να
είχε συλληφθεί και εκτελεστεί, οπότε δε θα συνέβαιναν τα αίσχη που διέπραξε στα
επόμενα χρόνια.
Λαμβάνοντας δε υπόψη τα όσα πρόσφερε με τη
δράση του στην περιοχή του Πόντου, καλύπτοντας ουσιαστικά τα νώτα του τουρκικού
στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, ίσως να μην πετύχαινε το κίνημα του
Κεμάλ και η τελική έκβαση να ήταν διαφορετική.
Υπάρχει όμως ένα γεγονός, που μας εμποδίζει
να αποδεχτούμε την περίπτωση ο Γερβάσιος να λειτούργησε ελαφρά τη καρδία ή να
μην είχε αντιληφθεί τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης.
Μόλις λίγους μήνες πριν, είχε δημοσιοποιηθεί
επιστολή του Γερβασίου, με την οποία περιέγραφε την απελπιστική κατάσταση και
τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου και προειδοποιούσε (σε πραγματικά ανύποπτο
χρόνο, τέσσερις μήνες πριν τη στασιαστική κίνηση του Κεμάλ) ότι εξυφαίνεται
συνωμοσία από κύκλους Νεότουρκων.
Κατέληγε δε, ζητώντας μετ` επιτάσεως την
αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στον Πόντο, για να εξασφαλιστεί η επικράτηση των
συμμάχων και η τήρηση των όρων της ανακωχής και της συνθηκολόγησης. (9)
Από την άλλη πλευρά, δε μπορεί να μη μας
προβληματίζει και η μετέπειτα στάση του Γερβασίου, να συμμετάσχει στην κίνηση
του παπά-Ευθύμ (10).
Ευχής έργον θα είναι να βρεθούν στο μέλλον νέα
και ικανά ιστορικά στοιχεία, που θα διαλευκάνουν αυτήν την υπόθεση και θα
εξηγήσουν επαρκώς στάσεις και επιλογές ορισμένων κομβικών προσώπων, που θα
μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη της δράσης του Τοπάλ Οσμάν και του ίδιου
του Μουσταφά Κεμάλ.
Με την απονομή χάριτος πάντως, ο Τοπάλ Οσμάν
ήταν πια ελεύθερος να συνεχίσει το έργο που του ανατέθηκε, με το δικό του
«ιδιαίτερο» τρόπο. Από τα μέσα του 1919 οι εθελοντές που συνέρρεαν για να τον
πλαισιώσουν, έφτασαν σε αρκετές χιλιάδες. Κύριο χαρακτηριστικό τους, η
ομοιόμορφη ολόμαυρη φορεσιά, με τις ζίπκες.
Η δράση και τα εγκλήματα του Τοπάλ Οσμάν σε
όλη την έκταση του Πόντου, έχουν παρουσιαστεί και περιγραφεί πολλάκις, οπότε
κρίνουμε σκόπιμο να μην τα επαναλάβουμε άλλη μια φορά.
Θα σταθούμε όμως σε κάποια χαρακτηριστικά
γεγονότα, που αποδεικνύουν ότι δεν ήταν τότε ο «εθνικός ήρωας» που οι ακραίοι
εθνικιστές θέλουν να παρουσιάσουν τα τελευταία χρόνια και αντιμετωπιζόταν ως
κοινός εγκληματίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, γινόταν ανεχτός ως αναγκαίο
κακό.
Ο Τοπάλ Οσμάν την περίοδο της παντοδυναμίας του,
από το φωτογραφείο
Γρηγοριάδη στην Κερασούντα
Το Μάιο του 1920 έφτασε για μια ακόμη φορά
στη Νικόπολη και έστησε το στρατηγείο του στο πανδοχείο του φίλου και συνεργάτη
του Kel Hasan.
Είχε μαζί του την προσωπική του φρουρά από πενήντα τσέτες, ενώ οι υπόλοιπες
ομάδες ήταν σκορπισμένες σε διάφορες περιοχές.
Στη Νικόπολη και στα γύρω χωριά δολοφόνησε
αρκετούς αθώους και πήρε ως όμηρους αρκετούς προύχοντες, ζητώντας λύτρα από το
Μητροπολίτη Γερβάσιο για να μην τους εκτελέσει.
Ευτυχώς την άλλη μέρα έφτασε στην πόλη ο
νέος μουτεσαρίφης Rifat Bey. Μόλις αντιλήφθηκε ότι κάτι συμβαίνει και ζήτησε να
πληροφορηθεί επακριβώς την κατάσταση, διέταξε μετ` επιτάσεως τον Τοπάλ Οσμάν ν`
αφήσει ελεύθερους τους ομήρους και να φύγει αμέσως από την πόλη με τους τσέτες
του. Ο Τοπάλ Οσμάν, μπροστά στην αυστηρή διαταγή και την ανυποχώρητη στάση του
μουτεσαρίφη, πήρε 1.250 λίρες που είχαν συγκεντρωθεί ως λύτρα και έφυγε για την
Κερασούντα.
Ο
Νικοπολίτης συνεργάτης του Kel Hasan, εξορίστηκε για έξι μήνες στο Ερζερούμ και όλα τα
λάφυρα που είχε μαζέψει, αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Όταν μετά από την
λήξη της ποινής εξορίας, επέστρεψε στη Νικόπολη, οι αμετανόητοι υποστηρικτές
του τον υποδέχτηκαν έξω από την πόλη με πυροβολισμούς και μουσικά όργανα. Ο
μουτεσαρίφης που το αντιλήφθηκε, διέταξε και τον έκλεισαν αμέσως και πάλι στη
φυλακή.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1920, ο Τοπάλ Οσμάν
διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι οι άντρες της Κερασούντας άνω των 15 ετών και
τους έκλεισαν σε εκκλησίες, ξενοδοχεία και μάντρες, προκειμένου να τους
εκτοπίσουν το επόμενο πρωί. Αμέσως κυκλοφόρησε μια φήμη ότι εκατοντάδες τσέτες
τους ανέμεναν έξω από το χωριό Καγιά-τιπι για να τους εκτελέσουν.
Τότε ο τοπικός προύχοντας Ahmed Kyatip,
συγκέντρωσε από τα διπλανά χωριά Σαρβάν και Πάρτσα, τριακόσιους ένοπλους
Τούρκους και περικύκλωσαν το ξενοδοχείο στο οποίο βρισκόταν ο Τοπάλ Οσμάν.
Εκεί, μετά από έντονο καβγά και απειλές για αιματοχυσία, ο Κιατίπ πέτυχε να
απελευθερωθούν όλοι οι Έλληνες κρατούμενοι.
Τέλη Φεβρουαρίου 1921, παίρνει εντολή από
τον Κεμάλ να κατευθυνθεί προς το Κότσκιρι, για να καταπνίξει την εξέγερση των
Αλεβιτών Κούρδων της περιοχής. Έχει μαζί του περισσότερους από χίλιους τσέτες,
πυροβολικό και μια δεκαπενταμελή στρατιωτική μπάντα, στην οποία οι δεκατρείς
μουσικοί ήταν Έλληνες, από την Κερασούντα και τη Νικόπολη.
Αυτή η μπάντα τον ακολούθησε σε όλη την
εκστρατεία και στη συνέχεια στο δυτικό Πόντο και ήταν μάρτυρες των εγκλημάτων
που διέπραξε. Όταν κατέληξαν στο μικρασιατικό μέτωπο τους δολοφόνησε όλους και
μόνο ο Ιωάννης Παπαδόπουλος κατάφερε να διαφύγει μέσα στη νύχτα και να διασωθεί,
φτάνοντας στις γραμμές του ελληνικού στρατού. Σ` αυτόν τον αυτόπτη μάρτυρα
οφείλουμε πάρα πολλές λεπτομέρειες για τα αίσχη του Τοπάλ Οσμάν, αλλά και για
την προβληματική του προσωπικότητα.
Βετεράνοι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, αρκετά χρόνια μετά τη
δράση τους
Όταν έφτασε το Μάρτιο του 1921 το
εκστρατευτικό αυτό σώμα στη Νικόπολη, ο μουτεσαρίφης έλειπε ήδη στο κουρδικό
μέτωπο. Ο Τοπάλ Οσμάν βρήκε ευκαιρία και αντί να συνεχίσει την πορεία του, έστειλε
προς τη Ρεφαγιά την κύρια δύναμη κι αυτός με την προσωπική του φρουρά έμειναν
στην πόλη.
Οι περισσότεροι νέοι κατάφεραν να διαφύγουν
στα γύρω ορεινά χωριά και στη Νικόπολη έμειναν μόνο ηλικιωμένοι, γυναίκες και
παιδιά, κλεισμένοι επί μέρες στα σπίτια τους, με έλλειψη τροφής και νερού. Δεν
τολμούσε να βγει κανένας έξω, για να μη συναντήσει τσέτες.
Ο Δήμαρχος Husni Efendi, έμαθε
ότι θα ψάξουν για δήθεν ενοχοποιητικά στοιχεία στα βιβλία της Μητροπόλεως.
Χωρίς να διστάσει, ειδοποίησε αμέσως να κρύψουν τα βιβλία για να μη βρεθεί κάτι
επιλήψιμο. Πράγματι, έτσι έγινε, με αποτέλεσμα τον εκνευρισμό του Τοπάλ Οσμάν.
Για να κατορθώσει να ενοχοποιήσει το Μητροπολίτη, του είπε ότι θα τον κρατήσει
δέσμιο, γιατί δεν του έχει εμπιστοσύνη, εκτός κι αν βρεθεί ένα σημαντικό
πρόσωπο από τους Τούρκους να εγγυηθεί γι` αυτόν με τη ζωή του. Προς μεγάλη του
έκπληξη προσφέρθηκε να μπει εγγυητής ο τοπικός διοικητής της Αστυνομίας που
ήταν παρών. Για μία ακόμα φορά ξέσπασε τα νεύρα του με βρισιές και απειλές εναντίον
όλων, Τούρκων και Ελλήνων.
Αντί να επισπεύσει την αναχώρησή του, έμεινε
συνολικά δεκαοχτώ μέρες στη Νικόπολη, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό και λεηλατώντας
μαγαζιά και χωριά. Μια μέρα πριν αναχωρήσει, διέταξε το Γερβάσιο να
συγκεντρωθούν το άλλο πρωί όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανοί, άντρες και γυναίκες,
στο σημείο που είχε στήσει το αρχηγείο του. Ήταν πλέον προφανές ότι σκόπευε να
προχωρήσει σε μαζική σφαγή.
Χωρίς να διστάσει ο διοικητής της Αστυνομίας,
έσπευσε να τηλεγραφήσει στο μουτεσαρίφη γι` αυτό που πρόκειται να γίνει. Ο Rifat bey
ενημέρωσε τηλεγραφικά και τον Κεμάλ κι αυτός του απάντησε ότι διατάσσει τον
Τοπάλ Οσμάν να φύγει αμέσως για το κουρδικό μέτωπο. Ο μουτεσαρίφης τηλεγράφησε επίσης
σε δύο δικούς του έμπιστους συνεργάτες και τους ζήτησε να συγκεντρώσουν το
σύνολο της τοπικής πολιτοφυλακής και το πρωί να είναι έτοιμοι.
Πράγματι, ταξιδεύοντας όλο το βράδυ,
κατάφερε νωρίς το πρωί να βρίσκεται στη Νικόπολη και είδε εκατό ενόπλους της
πολιτοφυλακής να έχουν περικυκλώσει το αρχηγείο του αρχιτσέτη. Κάλεσε έξω τον
Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος εκνευρίστηκε μόλις αντιλήφθηκε ότι ήταν περικυκλωμένος.
Τον ενημέρωσε για τη διαταγή του Κεμάλ και τον ανάγκασε να φύγει μαζί με τους
τσέτες του μέσα σε λίγη ώρα.
Εκείνη την ημέρα, ο πρώην συμμορίτης Ταπάνογλου
από την Πάλτζανα, που είχε αμνηστευθεί μαζί με τον Οσμάν αγά και τους άλλους
δύο, φόρτωσε όλα τα ζώα του με άλευρα και ξύλα και τα έφερε στη Νικόπολη για να
τα μοιράσει στους χριστιανούς που είχαν ταλαιπωρηθεί τόσες μέρες κλεισμένοι στα
σπίτια τους.
Η Νικόπολη γλίτωσε, αλλά δεν έγινε το ίδιο
με τους Αλεβίτες Κούρδους. Από τη Ρεφαγιά ακόμη άρχισαν τη σφαγή. Συνέχισαν στο
χωριό Καγιά-τιπι, στο Κότσκιρι, στο Ιμρανιέ, στη περιοχή του Κεμάχ και στο
Ντερσίμ. Παντού σφαγή ηλικιωμένων, γυναικών, παιδιών, τραυματιών και
αιχμαλώτων, λεηλασία σπιτιών και κάψιμο χωριών.
Όταν η κουρδική εξέγερση πνίγηκε στο αίμα,
πήρε εντολή να κατευθυνθεί προς την περιφέρεια της Αμισού, για να χτυπήσει τους
Έλληνες αντάρτες. Υπήρχε όμως και ρητή διαταγή, να μην ξαναπεράσει μέσα από τη
Νικόπολη, αλλά από τα νότια. Έτσι, σ` αυτή τη «θριαμβευτική» πορεία του Τοπάλ
Οσμάν, άφησε πίσω του δολοφονημένους άμαχους και κατεστραμμένες περιουσίες στο
Σούσεχρη, στο Κοϊλά-χισάρ, στη Νεοκαισάρεια, στην Έρπαα, στο Λαδίκ και στο Αγού-τεπε,
όπου βέβαια δε μπόρεσε να χτυπήσει και να διαλύσει τις ένοπλες ομάδες των
Ελλήνων.
Στα μέσα Μαΐου έφτασε έξω από την Αμισό,
αλλά ο τοπικός μουτεσαρίφης συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε και
δεν του επέτρεψε να μπει μέσα στην πόλη και να ενοχλήσει τους χριστιανούς. Έτσι
γύρισε προς το Καβάκ.
Στις 2 Αυγούστου παίρνει διαταγή από τον
Κεμάλ να πάει στην Άγκυρα. Στη διαδρομή συνέχισε τα αίσχη στη Χάβζα και στη
Μερζιφούντα, όπου ο τοπικός διοικητής της Αστυνομίας αρνήθηκε να υπακούσει στις
διαταγές του, με αποτέλεσμα να μείνει περικυκλωμένος με τους άντρες του μέσα
στο διοικητήριο, ενώ οι τσέτες έκαιγαν, σκότωναν και λεηλατούσαν επί τρεις
ολόκληρες μέρες.
Τελικά, μετά από τόσες στάσεις και
παρακάμψεις και αποφεύγοντας συστηματικά συμπλοκές με ελληνικά ανταρτικά
σώματα, έφτασε στην Άγκυρα, όπου τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο Κεμάλ.
Μετά από δύο μέρες τον κάλεσε στην έπαυλή
του στην Çankaya, όπου τον περίμεναν επίσης
οι ζιπκαλήδες που είχε στείλει ως προσωπική φρουρά του Κεμάλ. Ο Τοπάλ Οσμάν,
κατά την επίσκεψή του αυτή, πήρε μαζί του 15 Τονγιαλήδες και Ακτσαπατλήδες (από
τα Πλάτανα) και χόρεψαν το χορό σέρα, ενθουσιάζοντας το Μουσταφά Κεμάλ και το
επιτελείο του, μαζί και τέσσερις Ρώσους αξιωματικούς που φιλοξενούσε. Είχε ήδη
υπογραφεί το «Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφοσύνης» με τους Μπολσεβίκους και η
στρατιωτική, οικονομική, διπλωματική και επιτελική βοήθεια, έρρεε γενναιόδωρα
από την πλευρά της Ρωσίας.
Η περίφημη στιγμή με Τονγιαλήδες και Ακτσαπατλήδες του
Τοπάλ Οσμάν,
να χορεύουν σέρα στην Άγκυρα, μπροστά στο Μουσταφά Κεμάλ
Η αυλαία για τον Τοπάλ Οσμάν, έπεσε με το
συνηθισμένο τρόπο. Με ιταμότητα και ένα ακόμη στυγερό έγκλημα. Στην
Εθνοσυνέλευση ο Κεμάλ είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιπολιτευόμενη ομάδα,
με επικεφαλής το χαρισματικό νέο πολιτικό Ali Şükrü Bey, βουλευτή Τραπεζούντας. Η ομάδα αυτή διαφωνούσε με
πολλούς από τους νεωτερισμούς που ήθελε να καθιερώσει ο Κεμάλ και είχαν σχέση
με τη θρησκεία, τη δικαιοσύνη, το αλκοόλ κλπ.
Σε μια συνεδρίαση οι τόνοι ανέβηκαν όσο ποτέ
άλλοτε και η κριτική που δέχτηκε ήταν αδυσώπητη και προσβλητική για τον ίδιο.
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ξέσπασε μετά, λέγοντας ότι δε μπορεί να
προχωρήσει έχοντας ως εμπόδιο τον Αλή Σουκρή.
Ο Τοπάλ Οσμάν και οι ακόλουθοί του, είναι
πλέον η επίσημη φρουρά της Εθνοσυνέλευσης και του ιδίου του Κεμάλ.
Παρακολουθούσαν βλοσυροί τις συνεδριάσεις και προστάτευαν τους βουλευτές.
Μετά από αυτό το επεισόδιο, το βράδυ της 26ης
Μαρτίου, ο Αλή Σουκρή εξαφανίστηκε. Ο Κεμάλ διέταξε να διεξαχθούν εντατικές και
επείγουσες έρευνες, ενώ όλη η Εθνοσυνέλευση είχε θορυβηθεί και επικρατούσε
πολιτικός αναβρασμός.
Μετά από τρεις ημέρες ανακαλύφθηκε το πτώμα
του Αλή Σουκρή, θαμμένο κοντά στο σπίτι του Τοπάλ Οσμάν. Καταγράφηκαν επίσης
μαρτυρίες, ότι τον είχε καλέσει για καφέ το τελευταίο βράδυ πριν εξαφανιστεί. Η
μοίρα του πια ήταν δεδομένη.
Ο Κεμάλ εγκατέλειψε εσπευσμένα και με ισχυρή
φρουρά την έπαυλή του προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Τοπάλ με τους πιστούς
συντρόφους του πήγε να τον συναντήσει στην Çankaya και όταν κατάλαβε ότι τον εγκατέλειψε μόνο, άρχισε να
καταστρέφει ό,τι έβρισκε μπροστά του.
Τελικά, νωρίς το πρωί της 2ας Απριλίου 1923,
εγκλωβίστηκε στο σπίτι του μαζί με την προσωπική του φρουρά, περικυκλωμένος από
ζιπκαλήδες, πρώην συντρόφους του, που ο ίδιος είχε τοποθετήσει ως φρουρά του
Κεμάλ.
Η μάχη κράτησε μισή ώρα, με αποτέλεσμα
δώδεκα νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ο Τοπάλ Οσμάν συνελήφθη τραυματίας και
εκτελέστηκε εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι. Στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε και
το ακέφαλο σώμα του έμεινε κρεμασμένο επί αρκετές μέρες έξω από το κτίριο της
Εθνοσυνέλευσης.
Ο Κεμάλ είχε αποδείξει τη δύναμη και την
αποφασιστικότητά του προς όλες τις κατευθύνσεις και ίσως να χρησιμοποίησε για
μια ακόμη φορά έναν κοινό εγκληματία ως χρήσιμο εργαλείο. Οι απόψεις επ` αυτού,
εξακολουθούν να διίστανται μέχρι σήμερα.
Ο Τοπάλ Οσμάν πάντως, επισήμως καταγράφηκε
ως εγκληματίας και εχθρός της Τουρκικής Δημοκρατίας. Μόνο στην Κερασούντα
εξακολούθησαν να τον θυμούνται και να τον τιμούν οι παλιοί, συνένοχοι,
σύντροφοί του.
Με τη σταδιακή άνοδο του εθνικιστικού
ρεύματος, ο Τοπάλ άρχισε πάλι να έρχεται στο προσκήνιο. Μια χώρα με τα χαρακτηριστικά
και τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας, έχει ανάγκη από εθνικούς ήρωες στη
σύγχρονη ιστορία της. Γιατί όσον αφορά εγκληματίες, διαθέτει πολλούς.
Ο υπαρχηγός του Κεμάλ και μετέπειτα Πρωθυπουργός και
διάδοχός του
στην Προεδρία της Τουρκίας, Ισμέτ Πασάς Ινονού, φωτογραφίζεται
με
παλιούς τσέτες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα
Φτάνουμε λοιπόν στο Σεπτέμβριο του 1980 και
στο πραξικόπημα του Kenan Evren. Την επόμενη χρονιά, το 1981, οι στρατιωτικοί ζητούν
να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες για να ανακηρυχθεί εθνικός ήρωας ο Τοπάλ
Οσμάν. Ο αρμόδιος επιστημονικός φορέας Türk Tarih Kurumu (Turkish Historical
Society), αρνείται σταθερά και εμμένει στην άποψη περί εγκληματία και εχθρού
της Δημοκρατίας.
Το 1983 επισκέπτεται την Κερασούντα ο ηγέτης
του πραξικοπήματος Στρατηγός Kenan
Evren και πλέκει δημοσίως το εγκώμιο του Οσμάν-αγά.
Ακολουθεί πρόταση και καμπάνια για κατασκευή
και τοποθέτηση μνημείου του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα. Πρωτεργάτης και
εμπνευστής ο απόστρατος στρατηγός και πρώην τοπικός διοικητής της
Στρατοχωροφυλακής, Veli Küçük.
Γνωρίζοντας το παρελθόν του, ως πρωταγωνιστή
στο σκάνδαλο του Σουσουρλούκ το 1996, κανένας δεν εκπλήσσεται όταν
συλλαμβάνεται το 2008 ως συμμετέχων στην οργάνωση Ergenekon και ως εντολέας της δολοφονίας του Αρμένιου
δημοσιογράφου Hrant Dink.
Αντίθετα ξαφνιάζονται πολλοί όταν στις 12
Ιουνίου 2009, η εφημερίδα Zaman δημοσιεύει
ένα μακροσκελές άρθρο – έρευνα, υποστηρίζοντας ότι ο αξιότιμος αυτός κύριος και
υπερήφανος Τούρκος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει αρμενική καταγωγή.
Το 2001 πάντως, το μνημείο είναι έτοιμο και
επιχειρείται η τοποθέτησή του στην Κερασούντα. Η αντίδραση του τότε Δημάρχου Mehmet Işık (εκλέχτηκε δύο τετραετίες με το σοσιαλδημοκρατικό –
κεμαλικό κόμμα CHP) ήταν έντονη και αποφασιστική.
Η τοποθέτηση του μνημείου εμποδίζεται και ματαιώνεται.
Το 2007 αναλαμβάνει νέα εκστρατεία για το
μνημείο ο επιχειρηματίας Ali Kara. Κανένας δε εκπλήσσεται όταν γίνεται γνωστό ότι
εμπλέκεται κι αυτός στην παρακρατική οργάνωση Ergenekon.
Σήμερα το μνημείο βρίσκεται εκεί, στημένο
στην Κερασούντα. Με την αντίδραση μεγάλου μέρους του επιστημονικού και
πολιτικού κόσμου, αλλά με την υποστήριξη Γκρίζων Λύκων και παρακρατικών και την
ανοχή ισλαμιστών και σοσιαλδημοκρατών που κλείνουν πονηρά το μάτι στο
εθνικιστικό ρεύμα, που διαπερνά κάθετα και οριζόντια τη γειτονική χώρα.
Πάντως, εκτός από τους απογόνους του Τοπάλ
Οσμάν και των εγκληματιών συντρόφων του, που ζουν ακόμα εκεί, σχεδόν όλοι οι
υπόλοιποι ξέρουν ότι ο Τοπάλ Οσμάν δεν ήταν εθνικός ήρωας, αλλά ένας βολικός
και χρήσιμος εγκληματίας για τον Κεμάλ. Κι ας μην το παραδέχονται δημόσια, παρά
μόνο σε ιδιωτικές συζητήσεις.
Εμείς, οι απόγονοι των θυμάτων και όλος ο
υπόλοιπος κόσμος, ξέρουμε πολύ καλά τι ήταν ο Τοπάλ Οσμάν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Το καλοκαίρι του 1915
και ενώ οι εκτοπίσεις, οι συλλήψεις και οι δολοφονίες έχουν πάρει τεράστιες
διαστάσεις, οι Αρμένιοι της Νικόπολης αποφασίζουν να αντισταθούν. Μέσα σε μια
νύχτα ανεβαίνουν με εφόδια, όπλα και πυρομαχικά στο κάστρο της πόλης,
αποκλείοντας κάθε πρόσβαση σ` αυτό, ελπίζοντας ότι θα έρθει προς βοήθεια ο
ρωσικός στρατός, που ήδη βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα. Ζητούν
από τους Έλληνες της πόλης να τους συνδράμουν, αφού μαζί είναι πολύ
περισσότεροι από τους Τούρκους, όμως αυτοί, με προτροπή του Μητροπολίτη
Σωφρόνιου, αποφασίζουν κατά πλειοψηφία να μείνουν αμέτοχοι. Χίλιοι Αρμένιοι
μαχητές και τέσσερις χιλιάδες γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, πολιορκούνται επί
ένα μήνα στο κάστρο, από τακτικό στρατό και ομάδες ατάκτων. Τελικά αποφασίζουν
έξοδο και ακολουθεί σφαγή στην πόλη και στις γύρω ορεινές περιοχές που
προσπάθησαν να φτάσουν για να σωθούν. Τότε κάηκε σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της
πόλης και καταστράφηκαν οι αρμενικές συνοικίες, η αγορά και οι δύο από τις
τρεις ελληνικές συνοικίες.
(2). Λαυρέντιος
Παπαδόπουλος (Χαριτάντης), Μητροπολίτης Χαλδίας. Από το 1913 στη δικαιοδοσία
του πέρασε και η πόλη της Κερασούντας και από το 1914 μετέφερε εκεί την έδρα
του, λόγω παρακμής της Αργυρούπολης. Το 1922 εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1916 στέλνει επιστολή στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
«…Και ήρξατο επιτεινόμεναι αι δηώσεις, αι
ατιμώσεις παρθένων και γυναικών, αι φορολογίαι, οι δαρμοί και οι φόνοι εν τοις
ελληνικοίς χωρίοις υπό του εμπίστου οργάνου του Βαλή, του θηριώδους και
απαισίου τέρατος Οσμάν αγά Φιρτίνογλου, συνοδευομένου υπό πεντηκοντάδος ενόπλων
κακούργων και πολλάς κακουργίας και εν τη πόλει διαπράξαντος και νυν έτι
διαπράττοντος, τη συνενοχή των αρχών, επί τη προφάσει ότι αναζητεί εν ταις
οικίαις των Ελλήνων όπλα και φυγοστράτους.
Δέον να σημειώσωμεν
ενταύθα, ότι ο ρηθείς Οσμάν αγάς, άνθρωπος εντελώς αγράμματος και θηριώδης,
είνε το πιστόν και προσφιλές όργανον και τη επινεύσει αυτού και των επιτοπίων
αρχών κατέστη από της αρχής του πολέμου ο τύραννος και ο δικτάτωρ της
Κερασούντος και των ελληνικών χωρίων, δέρων, λεηλατών, ατιμάζων, φορολογών,
φονεύων, εισερχόμενος νύκτωρ εις τας ελληνικάς οικίας μετά της περί αυτόν
πολυαρίθμου σπείρας ενόπλων κακούργων, ενεργών άνευ επισήμου τινός εντολής κατ`
οίκον ερεύνας, φυλακίζων αυθαιρέτως και εν γένει καταστάς φοβερά διά τους
Έλληνας μάστιξ»…
(3). Yanko Efendi Gevenoğlu – Ιωάννης Κεβενίδης από το χωριό Τρουπτζή της Νικοπόλεως.
Βουλευτής στην Τρίτη Περίοδο της Οθωμανικής Βουλής.
(4). Γεννημένος το 1865
στα Κοτύωρα, Μητροπολίτης Νικοπόλεως από το 1899 έως το 1911 (προκάτοχος του
Σωφρόνιου). Υπήρξε ο κύριος παράγοντας για την πολιτιστική, θρησκευτική και
εκπαιδευτική ανάπτυξη της περιοχής Νικοπόλεως, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου
αιώνα. Από το 1911 Μητροπολίτης Νεοκαισάρειας με έδρα τα Κοτύωρα και μετά
Μητροπολίτης Ξάνθης (1922-1935).
(5). Από το 1911
Μητροπολίτης Κολωνίας και Νικοπόλεως, Σωφρόνιος Νηστόπουλος, από τη Σινασσό της
Καππαδοκίας, πρώην Μητροπολίτης Καισαρείας. Είναι ο ίδιος που αρνήθηκε στις 2
Ιουλίου 1915 τη συμμετοχή Ελλήνων και τη συνδρομή στην εξέγερση των Αρμενίων
της Νικοπόλεως. Υπέργηρος και καταπονημένος, είδε επί των ημερών του να
εκτοπίζονται χιλιάδες πιστοί και να αφανίζονται ολόκληρα χωριά της Μητρόπολής
του. Πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1917 και ενταφιάστηκε στη Μονή της Παναγίας του
Καγιά-τιπι.
(6). Temoğlu İsmail Ağa, Dalgaroğlu Bilal και
Çavraklı Kara Ahmet.
(7). Είναι οι συντάκτες
του βιβλίου «Ιστορία και Λαογραφία της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Κολωνίας και
Νικοπόλεως», που εκδόθηκε στην Καβάλα το 1964, οι οποίοι ήταν πρόσφυγες πρώτης
γενιάς και περιέγραψαν τα γεγονότα όπως τα έζησαν οι ίδιοι.
(8). Μετά το θάνατο του
Σωφρόνιου, Μητροπολίτης Νικοπόλεως εξελέγη, στις 11 Ιουλίου 1917, ο από
Σωζοαγαθουπόλεως Δωρόθεος Χρηστίδης. Αυτός όμως δεν πήγε ποτέ στην έδρα του και
παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Το Δεκέμβριο του 1918 Νικοπολίτες πρόκριτοι
συνέταξαν, υπέγραψαν και παρέδωσαν κείμενο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το
οποίο απαιτούσαν να έρθει επιτέλους στο δοκιμαζόμενο ποίμνιό του ο Δωρόθεος που
είχε εκλεγεί πριν από ενάμιση ολόκληρο χρόνο. Αυτός αρνήθηκε επικαλούμενος
λόγους υγείας και παραιτήθηκε.
Έτσι εξελέγη αμέσως νέος Μητροπολίτης Νικοπόλεως
ο, από Σεβαστείας, Γερβάσιος Σουμελίδης, γεννημένος το 1862 στη Βαρενού της
περιοχής Γιαγλή-ντερέ της Αργυρούπολης (λίγο δυτικότερα της Κρώμνης και της
Ίμερας). Την περιοχή Νικοπόλεως και Κερασούντας την ήξερε καλά, όπως και
πολλούς από τους τοπικούς παράγοντες, διότι από το 1910 έως το 1912 είχε
διατελέσει διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου Πρασάρεως.
Ο Γερβάσιος πέρασε όλα τα δεινά στα τρία
χρόνια που έμεινε στη Νικόπολη, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βοηθήσει το
ποίμνιό του, ενώ οι προσβολές, οι προπηλακίσεις και οι απειλές για τη ζωή του
ήταν συνεχείς και ιδιαίτερα προσωπικά από τον Τοπάλ Οσμάν κάθε φορά που ερχόταν
στην πόλη.
Το Μάιο του 1922 προσκλήθηκε από τον
περιβόητο παπά-Ευθύμ στην Άγκυρα, προκειμένου μαζί με άλλους ιεράρχες της
Μικράς Ασίας, να ιδρύσουν το Τουρκικό Ορθόδοξο «Πατριαρχείο». Μέχρι το τέλος
του 1923 έμεινε μαζί του ως Επίσκοπος Άγκυρας και μετά αναχώρησαν όλοι μαζί για
την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να εγκαταστήσουν εκεί την έδρα του
«Πατριαρχείου» τους, προσπαθώντας να καταλάβουν ελληνορθόδοξους ναούς και
δημιουργώντας επεισόδια εις βάρος του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Τελικά ο Γερβάσιος Σουμελίδης έφυγε για την
Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1924 και τοποθετήθηκε αρχιερατικός επίτροπος Πειραιά –
Νίκαιας. Το έργο που πρόσφερε στις εκεί προσφυγικές συνοικίες ήταν πολύπλευρο
και βοήθησε το ποίμνιο που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από πρόσφυγες. Το
1934 τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Γρεβενών και ήταν από τους πρώτους υποστηρικτές
της Εθνικής Αντίστασης. Πέθανε ενώ ακόμα δεν είχε λήξει η Κατοχή.
(9). Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
της Θεσσαλονίκης, 11 Φεβρουαρίου 1919. Πρωτοσέλιδος τίτλος: «Ο Μητροπολίτης
Κολωνίας, ζητεί να σταλή στρατός εις τον Πόντον». Απόσπασμα του κειμένου: «…προ
παντός και ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ, επιβάλλεται η εξασφάλισις της ζωής και των υπολειφθέντων
λειψάνων, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑΣ ΑΝΑ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟΥ
ΠΟΝΤΟΥ. Άνευ του σπουδαιοτάτου αυτού παράγοντος, ΕΙΝΕ ΑΔΥΝΑΤΟΣ η περίσωσις των
υπολειπομένων. Η νεοτουρκική οργάνωσις ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΩΣ μόνον αργεί. Μυστικώς, ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ,
και εις πρώτην ευκαιρίαν θα ΕΚΣΠΑΣΗ, με όλην της την αγριότητα. Δέον, επομένως,
να εξασφαλισθώμεν από παρομοίου κινδύνου. Δέον, να τον απομακρύνωμεν. Τούτο δε,
θα επιτευχθή δια της αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων. Ανδρίζεσθαι και
κραταιούσθαι και ο Θεός, ο αιώνιος της Ελλάδος προστάτης είη μεθ` υμών». Ο
Κολωνίας Γερβάσιος.
(10). Ο παπά-Ευθύμ, κατά
κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης, γεννήθηκε το 1884 στο Ακ Νταγ Μαντέν. Το επίθετό
του παραπέμπει ή στη Νικόπολη (Καραχισάρ-ι Σαρκί) ή στο Αφιόν Καραχισάρ. Επικρατέστερη
εκδοχή είναι η πρώτη, λόγω πολυπληθούς χριστιανικού στοιχείου, λόγω
μετανάστευσης «ματεντζήδων» από τη Νικόπολη στο Ακ Νταγ Μαντέν και λόγω της αποδεδειγμένα
διαδεδομένης συνήθειας να παίρνουν παρόμοια επίθετα (Καραχισαρίδης,
Καραχισαρλής, Καραχισάρογλου κλπ) οι απόδημοι Νικοπολίτες.
Χειροτονήθηκε ιερέας το 1915 και το 1919
συνάντησε το Μουσταφά Κεμάλ και αποφάσισε να συμμετάσχει στο κίνημά του. Το
1922, με εντολή του Κεμάλ, κάλεσε μερικούς Μητροπολίτες της Μικράς Ασίας στην
Άγκυρα (μεταξύ αυτών και το Γερβάσιο της Νικοπόλεως) και μετά κατευθύνθηκαν
στην Καισάρεια, όπου ίδρυσαν το Τουρκορθόδοξο «Πατριαρχείο», πιστό στην
«πατρίδα τους» Τουρκία και ως αντίδραση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που
θεωρούσαν ότι εξυπηρετεί τους εθνικιστικούς σκοπούς της Ελλάδας. Το 1923 πήγαν
στην Κωνσταντινούπολη και κατέλαβαν το ναό της Παναγίας στο Γαλατά. Έκτοτε, αν
και μερικοί πρωτεργάτες (όπως ο Γερβάσιος) αποχώρησαν, συνέχισαν να δημιουργούν
μέχρι και σήμερα προβλήματα, απειλώντας και κατηγορώντας το Φανάρι.
Ο παπά-Ευθύμ άλλαξε αργότερα το όνομά του σε
Zeki Erenerol και παρέμεινε «Πατριάρχης» μέχρι
το θάνατό του το 1962. Τον διαδέχτηκε μέχρι το 1991 ο μεγάλος γιός του Γιώργος
Καραχισαρίδης (που το άλλαξε σε Turgut Erenerol) και πήρε το όνομα Ευθύμ Β`.
Στη συνέχεια «Πατριάρχης» έγινε μέχρι το 2002 ο μικρότερος γιός του Selçuk
Erenerol, με το όνομα Ευθύμ Γ`.
Ακολούθησε ο εγγονός του Paşa Ümit Erenerol, με το όνομα Ευθύμ Δ`, ο
οποίος παραμένει μέχρι σήμερα.
Όλη η δράση του Τουρκορθόδοξου
«Πατριαρχείου», επικεντρώνεται στο να πλήξει τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη
και τον ελληνισμό. Η Sevgi Erenerol εγγονή του παπά-Ευθύμ Α` και αδελφή του
σημερινού «Πατριάρχη» Ευθύμ Δ`, ήταν υποψήφια βουλευτής με το κόμμα MHP των Γκρίζων Λύκων και το 2008 συνελήφθη κατηγορούμενη
για συμμετοχή στην παρακρατική οργάνωση Ergenekon. Τον Αύγουστο του 2013, κρίθηκε ένοχη με την
κατηγορία της συνωμοσίας και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κυνηγόπουλος
Πολύκαρπος: «Εκθέσεις περί των καταστροφών και σφαγών της Επαρχίας Κολωνίας της
Νικοπόλεως Πόντου». Κωνσταντινούπολη 1919
Λαογραφική
και Συντακτική Επιτροπή Εκκλησιαστικής Επαρχίας Νικοπόλεως Πόντου: «Ιστορία και
λαογραφία εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως (Σεμπίν Καραχισάρ)».
Καβάλα 1964.
Οικουμενικό
Πατριαρχείο: «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία ελληνισμού
(1914-1918)». Κωνσταντινούπολη 1919.
Παπαδόπουλος
Ιωάννης: «Σελίδες από την ιστορίαν της Κερασούντος και τα τερατουργήματα του
αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν, καθ` όλην την περιφέρειαν του Πόντου». Ιδιωτική έκδοση
1965.
Πρεμετίδης
Γαβριήλ, Μητροπολίτης Κολωνείας: «Η Μητρόπολις Κολωνείας». Διατριβή στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη 1987.
Ökten Müfide: «Milli Mücadele Döneminde Karadeniz Bölgesi’nden Anadolu İçlerine Rum Göçü». Διατριβή στο
Πανεπιστήμιο Ενάτης Σεπτεμβρίου, Σμύρνη 2006.
Tekbaş Mustafa: «II.Meşrutiyet'ten Kurtuluş
Savaşı'na Sivas'ta Gayrimüslimler». Διατριβή στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά, Κωνσταντινούπολη 2007.
Cemal Şener: «Topal Osman Olayı». Κωνσταντινούπολη 2004.
Menteşeoğlu Erden: «Yakın Tarihimizde Osman Ağa ve Giresunlular». Κερασούντα 1997.
Erbaş
Umut: «Milli mucadele doneminde Pontus-Rum faaliyetleri». Διατριβή
στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Άγκυρα 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου