Γονάτισε μπροστά στην Παναγία και μίλησε μαζί της για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε, πήγε στην κολώνα δίπλα στην πόρτα και έβγαλε το μικρό του μολύβι. Τήρησε κι αυτός τη συνήθεια όλων των χωριανών που φεύγουνε στα ξένα, ν` αφήνουνε το ίχνος τους μέσα στην εκκλησιά, να είναι κι αυτοί παρόντες σε κάθε λειτουργιά, σε κάθε γιορτή, σε κάθε γάμο, βάπτιση και σε κάθε κηδεία. Να το βλέπουν κι οι δικοί τους, για νά`χουν συντροφιά.
«Ηρακλής Πετρίδης. Τρίτη 10 Ιουνίου 1914».
Κατηφόρισε στο σπίτι. Ο πατέρας του στην αυλή, τον περιμένει. Η Ευδοκία φέρνει έναν μικρό μπόγο μ` αλλαξιές, πίτες, τσορέκια και νερό για το δρόμο.
Ο πάππος του ο Μανουήλ πάλι εκεί, στη σκάλα. Σκύβει, πιάνει το χέρι του, το φιλά και το ακουμπά στο μέτωπό του. Εκείνος με τ` άλλο χέρι, του χαϊδεύει το κεφάλι. «Ο Θεόν εντάμα σ` να έν`, πουλί μ`».
Αγκαλιάζει τη μάνα του. Του φιλάει τα μάτια και τα στήθια της τρέμουν.
Ο κύρης του παίρνει την κατηφόρα και του κάνει νόημα να βγούνε στη δημοσιά.
Βαριά τα βήματα του Ηρακλή. Γυρνάει μια τελευταία φορά και κοιτάει στο σπίτι. Ο πάππος έφυγε μέσα. Η Ευδοκία με τα χέρια στα πόδια της, κολλημένα στη φοτά της, κοιτάει με βλέμμα κενό, σαν χαμένη.
Στρέφει την πλάτη στη μάνα του και κατεβαίνει το σοκάκι. Η φωνή της χαμηλή, αλλά εκεινού του σκίζουν την ψυχή τα σπαραχτικά τραγωδίας:
«Οοοοφ! Ανάθεμά τα τα μακρά, που `κί πάει η λαλίαν,
σκοτείνεψαν τα μάτοπα μ`, ασήν αρωθυμίαν.
Κι αναθεμά σε ξενιτιά κι εσέν και τα παρά`ες,
οοοφ, για τ`εσέν χωρίσανε παιδία και μανά`ες».
Κάτω στο δημόσιο ο Ιμπραχίμης περιμένει χαμογελαστός. «Άιτε καρτεσίμ, το παπόριν έφυγεν».
Γελάει ο Ηρακλής και πλησιάζει στα μουλάρια. Τα φόρτωσαν με υφάσματα από τους Αρμεναίους της Τάμζαρας. Θα τα πάνε στο μαγαζί του Στάθη του Εμμανουηλίδη στην Κερασούντα. Ανιψιός της σχωρεμένης της καλομάνας του της Αναστασίας είναι. Αυτός θα τους βάλει στο παπόρι για την Πόλη. Αγωγιάτες δεν θα πληρώσει άλλους. Μόνο ο καπετάνιος κι αυτοί οι δυό, είκοσι γατήρια τα κουμαντάρουνε.
Εκεί είναι κι οι θείοι του και τα ξαδέρφια του μαζί, για να τους ξεπροβοδίσουν. «Η Παναΐα να καλοστρατεί σας».
Ο Νικόλας χώνει το χέρι στο σελαχλίκ` και βγάζει ένα πουγκί. Του το δίνει και του σφίγγει το μπράτσο.
«Ντο έν` ατό τέτε; Έχω παράδας».
«Να έσεις εσύ, να δίνωμεν πα κι εμείς ολίγα. Αδά αφέντης ήσουνα πουλί μ`. Σην Αμερικήν ντο θα ίνεσαι; Χαμάλ`ς; Ο πάππος είπεν τ`εσόν την δουλείαν να έσεις, παράδας γρήγορα να καζανεύ`ς και να κλώσκεσ` οπίσ` σην Γαρέσαρην. Για τ` ατό έβαλεν λίρας σο πουγκίν, έβαλα κι εγώ».
Νοικοκύρης ήταν στο χωριό και νοικοκύρη τον θέλουν ο παππούς και ο πατέρας του κι εκεί που θα πάει. Μεροκάματο έχει και στο χωριό και μάλιστα αφέντης είναι στο δικό του το βιός. Για εργάτη σε άλλους, δεν τον χαλαλίζουνε. Ούτε έχει ανάγκη το μεροδούλι. Γι` αυτό του δίνουν τη μαγιά, να κοιτάξει να κάνει δικιά του δουλειά, γρήγορα καλό κομπόδεμα και ακόμα πιο γρήγορα να γυρίσει κοντά τους. Εδώ πάλι θα τα έχει όλα δικά του ο Ηρακλής.
«Όλια για τ` εσέν γιάβρουμ. Κι άμα θα κλώσκεσαι σο χωρίον, πάλε όλια εσέτερα. Η χαμαιλέτεν, τ` ορμάν`, τ` οσπίτ`, τα πρόγατα, τα χτήνια. Όλια. Άιτε Ηράκλη μ`, η στράτα σ` ανοιχτόν να έν`».
Ένας κόμπος τον έπνιξε, ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα θόλωμα στα μάτια του ήρθανε.
«Πολλά ευχαριστώ σε πατέρα. Ούλ` καλά να είστουνε».
«Κι άλλον έναν να λέγω `σέν. Νε γιαβούζ ολ ασίλ, νε γιαβάς ολ πασίλ».
Χαμογέλασε ο Ηρακλής, γέλασε ο Ιμπραχίμης και συμφώνησε με το Νικόλα.
«Ταμάμ εφέντιμ, ατώρα την ορθίαν είπες».
Πήραν ν` ανεβαίνουν τα καγκέλια πάνω απ` το χωριό. Ιούνιος μήνας κι αυτοί σε λίγο θα μπούνε στα σύννεφα του Εγρηπέλ. Έχουνε μπροστά τους τέσσερα μερόνυχτα δρόμο για να δουν την Κερασούντα.
Ξαναγυρνάνε στο μυαλό του τα τελευταία λόγια του πατέρα του. «Ούτε τόσο κακός να γίνεις για να σε κρεμάσουν, ούτε τόσο καλός για να σε γελάσουν».
Έτσι σκέφτονταν οι άνθρωποι της ράτσας του. Να είναι προσεκτικοί έμαθαν. Να κάνουν κάθε φορά αυτό που πρέπει, αυτό που χρειάζεται.
Ο πολύ καλός στα μέρη τους, θα βγει χαμένος στο τέλος. Θα τον πατήσουνε οι άλλοι για να επιβιώσουνε. «Χαμελόν φοράδαν, ούλ` καβαλ`κεύν` ατήν».
Και ο πολύ κακός όμως, θα βρει στο τέλος κι αυτός την τιμωρία του.
Από τη μια η έννοια η ηθική και η βεβαιότητα ότι όλα ξεπληρώνονται σ` αυτόν τον κόσμο. Από την άλλη η αναγκαιότητα επιβίωσης, σε μιά κοινωνία με πολλές δυσκολίες.
Σε τεντωμένο σχοινί βαδίζουνε οι άνθρωποι αυτοί. Έχουνε γερές βάσεις στη θρησκεία, στην οικογένεια, στη μπέσα και στο γαίμα τους. Έχουνε κι αγέρηδες πολλούς, που πηγαίνουν πέρα-δώθε το σχοινί. Καβιούρηδες είναι, άπιστοι, δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει.
Με τα τόσα τα φουρτούνας, δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει κάποιος από τα πρέπει της κοινότητας και απ` όσα τους έχουνε μάθει οι παλιοί. Για λίγα γρόσια παραπάνω, για λίγα μέτρα γης, για ένα άτι, μια γυναίκα. Για όλ` αυτά βγαίνουν οι κάμες μ` ευκολία απ` τα θηκάρια τους.
Ο πιο καλός ο νοικοκύρης σε μια στιγμή κακιά, φονιάς μπορεί να γίνει. Το έχει η ράτσα τους. Το δείχνουν τα τραγωδίας. «Ετράβηξα την τάπαντζα μ`, κολύμπεσα σο γαίμαν». Κι από την άλλη τη μεριά, «τη κοριτσί το φίλεμαν, μυρίζ` τριανταφυλλέαν».
Αίμα και έρωτας. Ένστικτο και συναίσθημα. Ακατάβλητοι μαχητές κι ακαταμάχητοι ποιητές. Ακατέργαστα κυνικοί και αθεράπευτα ρομαντικοί συνάμα.
Αν δεν ήταν έτσι δεν θα επιβίωναν. Δεν θά`φταναν μέχρι σήμερα. Τόσοι και τόσοι πέρασαν από εδώ. Έσφαξαν κι έκαψαν, γκρέμισαν κι έχτισαν, αγάπησαν και γέννησαν. Ούτε ο πολύ καλός, ούτε και ο πολύ κακός θα μπορούσε να βγει αλώβητος.
Έτσι βαδίσανε στους αιώνες και έτσι έμαθαν να ζούνε. Γι` αυτό το δέσιμο μ` αυτή τη γη είναι πολύ δυνατό, σχεδόν αφύσικο, ακατανόητο για τους εξωμερίτες.
Την κάμα βαστούν στο ένα χέρι και με τ` άλλο χαϊδεύουν τα λουλούδια. Οργώνουν τη γη και είναι σα να πλαγιάζουν μαζί της. Γεφυρώνουν ποτάμια, σηκώνουν εκκλησιές, κουβέντα πιάνουν με τα χτήνια τους, θυμώνουν, μαλώνουν, θανατώνουν.
Και στο τέλος πάντα ερωτεύονται, αγαπάνε κι αγαπιούνται.
Με λυγισμένα γόνατα πήγε την προηγούμενη μέρα ο Ηρακλής, να δει για λίγο την Ελένη. Γυρνώντας απ` τη Γαράσαρη έκοψε πάνω για τη Λίτζασα. Δεν είχε ώρα αρκετή, περίμεναν στο σπίτι του οι φίλοι και οι συγγενείς για το τελευταίο παρακάθ`.
Απ` τη μεγάλη βρύση, μετά τα `Ναύλια, κοίταξε προς τον αη-Γιώργη. Απ` έξω ξεχώρισε την Άννα την Ταμουρίνα και την αδερφή της τη Μαρία. Ήτανε κι άλλο ένα κορίτσ`, σαν την Αμαραντίνα τη Σοφία τού`μοιαζε. Όλες φιλενάδες της Ελένης. Άρα τον περίμενε μέσα στην εκκλησιά.
Μπήκε απ` την πλαϊνή την πόρτα, με τη μεγάλη την πλάκα από πάνω της: «Τα κτίστρα της θύρας έδωκεν η κυρία Ελισάβετ Σαμλογλίνα - 1875».
Τέτοια εκκλησιά δεν είχε άλλη στη Γαράσαρη. Όλες οι πέτρες πελεκητές, με τις κολώνες μέσα τις πανύψηλες, το θαυμαστό το τέμπλο και τον τρούλο τον πελώριο, σαν ουρανός πραγματικός.
Ούτε κερί δεν άναψε, λησμόνησε, αλλού ήταν το μυαλό του. Κοίταξε πάνω στο γυναικαρειό. Εκεί ήταν, τον κοιτούσε. Πήγε στην άκρη του νάρθηκα και την περίμενε να κατεβεί απ` την ξύλινη τη σκάλα. Έφτασε δίπλα του κι ακούμπησε στον τοίχο. Κατέβασε το τσεμπέρι στους ώμους της κι έμειναν ξέσκεπα τα μαλλιά της. Δεν τον κοιτούσε τώρα. Τα μάτια της ήταν στο πάτωμα.
«Ελένη. Για σένα θα γυρίσω και θα μείνω για πάντα μαζί σου».
Δεν ήξερε πόσο μεταξένια ήταν τα μαλλιά της. Δεν είχε νιώσει τα μαλακά τα χέρια της. Δεν είχε μυρίσει την άνοιξη στο λαιμό της. Ούτε είχε γευτεί την αλμύρα στα δάκρυά της. Ακόμα κι έτσι όμως, ήξερε ότι αυτή θα γίνει ταίρι του. Αυτή ήτανε το ριζικό του.
Το ήξερε κι αυτή, από την πρώτη τη στιγμή. Και τώρα που νιώθει την ανάσα του, τόσο πολύ κοντά της, το ξέρει ακόμα πιο πολύ. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε μ` εκείνα τα μάτια των Τζαχράντων.
«Εγώ αδά θα στέκουμαι Ηράκλη. Ας αξιών` μας ο Θεόν, να παίρωμ` τ`έναν τ`άλλον».
Μπήκε στην εκκλησιά η Άννα, η μεγάλη η Ταμουρίνα. Πρέπει να φύγουν γρήγορα, έρχεται από κάτω απ` το σχολειό η ποπαδιά η Σκεντεράβα, του ποπά του Αλεξανδρίδη η γαρή.
Αυτός ήταν ο έρωτας του Ηρακλή και της Ελένης. Τόσο λίγος κι ανολοκλήρωτος τους έπρεπε. Τόσο πολύς και μεστός τους αρκούσε.
Δυό ματιές και δυό ανάσες, δύο λέξεις, δυό χαμόγελα. Όλα μαζί υπόσχεση για μια ολόκληρη ζωή.
Ιμπραχίμ, ο γιός του Ηρακλή
Εκδόσεις Ινφογνώμων – ISBN: 978-960-8362-70-3 – σελ. 400
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου