Γιατί παίρνεις τα βήματα στην ανηφόρα για το κάστρο,
σκοντάφτεις στ` αγκωνάρια,
σκύβεις, ανασκαλεύεις χώματα
και μένει στο χέρι σου παλιό, τετράδραχμο ασημένιο.
Έχει την κεφαλή του βασιλέα από τη μιά
κι από την άλλη άτι φτερωτό, αυτό που λέγαν Πήγασο,
τον ήλιο, το φεγγάρι και γράμματα ελληνικά:
«Βασιλέως Μιθριδάτου Ευπάτορος».
Κοιτάς στα χαμηλά και ξεχωρίζεις τον Πομπήιο
διαταγές να δίνει στους χιλίαρχους
κι αυτοί με τη σειρά τους να στήνουν στην ανοιχτωσιά
την καθεμιά κοόρτη.
Κλείνεις τα μάτια και ακούς
κλαγγές σπαθιών, σαΐτες να σφυρίζουν,
αίμα και δάκρυα να κυλούν,
να χύνονται στο Λύκο.
Τρομάζεις, ανταριάζεσαι, ξανακοιτάς τον ήλιο
και να που ακούς φωνές ζωής,
μωρά να ξεκαρδίζονται, άντρες γυναίκες δουλεύουνε τη γη,
τριγύρω τα πλατώματα ν` ανθίζουν, να γεννάνε.
Βλέπεις παιδιά Χαλδαίων και Τιβαρηνών, Ελλήνων και
Λατίνων,
λαών αρχαίων και τρανών,
μέσα στα βάθη των αιώνων να χάνονται τα χνάρια τους,
γόνους πρώτων ανθρώπων.
Όλοι μαζί Ρωμαίοι λογιάζονται,
μαζί θα πορευτούνε, θα ζήσουν, θα πεθάνουνε, εδώ στη
Ρωμανία,
Ρωμιοί αυτοί, Ρωμιοί και τα παιδιά τους, Ρωμιοί και τα
εγγόνια τους,
ανθούν και φέρουν κι άλλο.
Κάτω στη ρίζα της ακρόπολης, ο ξακουστός Αρχέλαος, ο βασιλέας,
καρπούς προσφέρει στο ναό της Νίκης
και παραδίπλα υψώνουνε κι άλλο ναό,
στο Νικηφόρο Δία.
Μάστορες τέχνης πανάρχαιας χύνουνε μέταλλα λιωμένα
και φτιάχνουνε νομίσματα με τον Τραϊανό, το Μάρκο
Αυρήλιο, την Τοξοβόλο Αρτέμιδα,
όλα στη γλώσσα την ελληνική,
να γράφουνε των «Νικοπολιτών».
Πάνω απ` το ακρόκαστρο ακούς κραυγές βασανισμένων,
στρατιώτες του Λικίνιου,
που πίστη ομολόγησαν στον Ένα και Μοναδικό Θεό,
γι` αυτό κι ο Δούκας ο Λυσίας τους κομμάτιασε.
Άγιοι έγιναν για του Χριστού την πίστη,
οι 45 Μάρτυρες της Νικοπόλεως
και στ` όνομά τους έστησαν μεγάλο μοναστήρι
οι Νικοπολίτες.
Στο νότιο γεφύρι
του Λύκου βλέπεις την Αγία Ισιδώρα τη Νικοπολίτισσα,
να παίρνει το δρόμο για το Νείλο και την Αίγυπτο.
Και να, κοντά στην Αγορά ο άρχοντας Εγκράτιος
και η αρχόντισσα Ευφημία,
μαζί με το γιό τους Ιωάννη.
Αυτός ήταν που σα μεγάλωσε έφτιαξε στο βράχο της Ανάληψης,
μέσα σε μια θεόρατη σπηλιά,
την Παναγία της Νικόπολης, το μέγα μοναστήρι της Γαράσαρης,
ο Άγιος Ιωάννης ο Ησυχαστής.
Ακούς γλυκές φωνές, ύμνους να υψώνονται στον ουρανό
και στρέφεις τα μάτια σου έξω απ` την πόλη.
Εκεί προσεύχονται πια οι ιερείς και οι πιστοί της Νικοπόλεως,
αφού οι εκκλησιές και οι Επισκοπές του Πόντου περάσαν στους
Αρειανούς.
Κι αφού υπόμειναν κι επέμειναν και αντιστάθηκαν πολύ στης
αίρεσης τα όπλα,
είδαν και οι επίλοιποι το φως της αληθείας,
τον Αρειανό εκδίωξαν και σώσανε την πίστη.
Νάτος που έρχεται καλπάζοντας
του Μέγα Βασιλείου ο μαντάτορας.
Ευχές κι ευχαριστίες στέλνει ο ιεράρχης στους Νικοπολίτες:
«Τέκνα μαρτύρων και τέκνα ομολογητών…».
Από τη στράτα του βορρά
κι απ` το ακρινό Καστέλλο
στην κλεισούρα του Παρυάδρη,
έρχεται και ο Τζανίων.
Πηγαίνει για να βρει το δάσκαλο των Μανιχαίων, το Σέργιο
των Παυλικιανών,
να το πατάξει το θεριό, ν` αρπάξει πέλεκυν βαρύν, να του
πάρει την κεφαλήν
και να γλιτώσει την Εκκλησία και την πατρίδα του από τους
αποστάτες
και όλους τους οχτρούς που συναχτήκανε μαζί τους
για να τους αφανίσουνε κι αυτούς κι όλη τη Ρωμανία.
Από κοντά και ο Σπαθάριος Κάλλιστος, ο Δούκας της Κολωνείας,
για να μαρτυρήσει στο Αμόριο.
Κι ο μοναχός Θεόδωρος Κολωνειάτης,
για να τον κάνει Πατριάρχη στην Αντιόχεια ο Ιωάννης
Τσιμισκής, ο αυτοκράτορας.
Θαυμάζεις τόσους μάστορες να δυναμώνουν τα θεμέλια,
τα τείχη να ταιριάζουνε γερά,
πύργους να στήνουνε θεόρατους στο κάστρο το αρχαίο.
Βλέπεις και τον Προκόπιο να γράφει τα καθέκαστα στην Πόλη
και στον Ιουστινιανό,
γι` αυτό το φρούριο των Ακριτών,
που κύματα απίστων σπάσανε πάνω του με τη σειρά.
Πέρσες, Άραβες, Μογγόλοι, Τουρκομάνοι,
όλοι οι Άστατοι είδαν με τρόμο μπροστά τους να υψώνεται,
το φοβερό Μαυρόκαστρο.
Στα τείχη του προμάχοι
ο άρχοντας Γρηγόριος κι ο Νορμανδός Κρισπίνος,
ο Δούκας Γρηγόριος Γαβράς ο Ταρωνίτης
κι η ρήγισσα η Θεοδώρα, η Δέσποινα της Νικοπόλεως,
του κυρ-Δαβίδ του Κομνηνού η αδερφή.
Η τελευταία Δέσποινα της Ρωμανίας,
στο τελευταίο κάστρο που πάτησαν οι Οθωμανοί.
Όλοι μαζί κοιτούν από ψηλά κι επευφημούν το Στρατηγό
Κατακαλών Κεκαυμένο.
Κι αυτός στο ίσωμα να στέκεται
και να μαζεύει γύρω του το ξακουστό φουσάτο των
Κολωνειατών,
το Τάγμα Νικοπολιτών το φοβερό και τρομερό.
Κι όλοι μαζί διαβαίνουν τους αιώνες,
μπροστά τα βάνδα ν` ανεμίζουνε,
πίσω οι Κατάφρακτοι καβαλλάριοι και οι Κλιβανοφόροι,
οι Σκουτάτοι, οι Πελταστές κι οι Σαϊτάτορες.
Και σ` όλες τις κλεισούρες οι Βιγλάτορες θωρούνε τους ορίζοντες,
να μην αφήσουνε να μπουν επιδρομείς,
να πιάσουνε τα βούκινα, να καβαλικέψουν
και να σηκώσουνε στο πόδι και τα δεκάξι κάστρα του Θέματος
και της πρωτεύουσας Νικόπολης.
Να μην αφήσουν να περάσουνε την άκρια της Ρωμανίας οι
Άστατοι επιδρομείς.
Αυτό τους έλαχε καθήκον κι αυτό πράττουν, από γενιά σε
γενιά, οι Νικοπολίτες.
Ακρίτες της Ρωμανίας.
Ρωτάς: Γιατί στη Νικόπολη;
Κι απαντάς: Γι` αυτό στη Νικόπολη.
Για να στέκεσαι στο προγονικό Καστέλλο,
να κλείνεις τα μάτια και να βλέπεις με το νου σου τους Τζανούς
Πετράντες
και τους Μανουηλάντες και τους Ιορδανάντες
και τους Κονδυλάντες και τους Πυριτζάντες,
να καρπίζουν τη γη, να μιλάνε στα άγρια και στα ήμερα τα
ζωντανά,
να στέκουν ακοίμητοι αμύντορες στη βόρεια κλεισούρα της Νικόπολης.
Τους Σιδηράτους/Ταμουράντες
και τους Τζαχράντες και τους Ευαγγελάντες
να χτίζουνε τη Λίτζασα,
να στήνουν τις Καρυές και τα Κοτύλια,
να υψώνουν αη-Γιώργηδες.
Τους Κενάντες και τους Βασιλάντες,
τους Πακαταράντες και τους Συμεωνάντες,
τους Τζοχανταράντες και τους Τζαχαλάντες,
τους Κανωτάντες και τους Ουρεηλάντες,
τους Αλεξανδράντες και τους Παρχαράντες,
τους Κοσμάντες και τους Ασιχάντες,
τους Τζεντεμάντες και τους Γενετάντες,
τους Στεφανάντες και τους Μαρουφάντες
και τόσους άλλους αμέτρητους,
σε κάθε παρχάρι και ραχί,
σε κάθε κορφή και ξωκλήσι,
σε κάθε μουριά και καρυδιά και αγραπιδιά,
βιγλάτορες κι αμύντορες,
παντοτινούς μάρτυρες
και ανεξίτηλα μολυβδόβουλα στο σώμα αυτής της γης.
Στους αιώνες των αιώνων.
Γιατί φωνάζεις τα ονόματα
και σου απαντάνε τα ρασία.
Γιατί σε μία μέρα
νιώθεις να πέφτει πάνω σου βροχή αιώνων.
Χιόνι αμέτρητων χειμώνων να βαραίνει τις πλάτες σου.
Γιατί κάθε φορά που στέκεσαι μπροστά στους σημερινούς
εντόπιους,
βλέπεις στα μάτια τους ότι καταλαβαίνουν την αλήθεια.
Το ξέρουν μέσα τους βαθιά,
ότι εσύ είσαι ο Κληρονόμος αυτής της γης.
Και κάθε φορά που στέκεσαι εκεί μπροστά, τους το θυμίζεις
και το φωνάζεις δυνατά.
Χωρίς να βγάζεις άχνα.
Γιατί στη Νικόπολη;
Γι` αυτό στη Νικόπολη…
Νίκος Πετρίδης
7/2/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου