Ιμπραχίμ, ο γιός του Ηρακλή
Εκδόσεις Ινφογνώμων – ISBN: 978-960-8362-70-3 – σελ. 400
(Απόσπασμα από το 9ο κεφάλαιο):
Άναψε μια φωτιά ο πατέρας του Ηρακλή στη μέση της αυλής και κάθουνταν όλοι οι μισαφιραίοι από γύρω. Μεζέδες ήφερε η μάνα του, αλλ` αυτοί και μόνο με ρακί καλά ήτανε. Από τιούτια το έκαναν και ήτανε ονομαστό. Τέτοια μούρα δεν είχε πουθενά αλλού και όλοι λαχταρούσανε τιούτ-ρακισί γαρασαρέτ`κον, για να ζεστάνουνε το μέσα τους.
Λόγια πολλά δεν έλεγαν. Και τι να πουν; Όλοι έχουνε φίλους και συγγενούς σην ξενιτείαν και ξέρουνε το ζόρι. Καλή στράτα ήρθανε μόνο να ευχηθούν και ποιός ξέρει πότε και αν θα ξαναδεί το γιό του ο Νικόλας.
Πήρε τη λούρα και το τοξάρι του ο Δανιήλης κι αρχίνισε να παίζει έναν οτουράχ γαϊτέ. Αλλού δεν έχουνε τέτοιους γαϊτέδες. Κληρονομιά παμπάλαια, καρπός ανάμιξης φυλών και γλωσσών, ήχων και μακαμιών, πόνων και καημών. Αν δεν είσαι ασήν Γαρέσαρην, δύσκολα πιάνεις την ψυχή απ’ τα οτουράγα.
«Ooooi. Mektup yazılıyor, yüreğim sızlıyor. Oi, oi, ooooi, gurbetteki oğlunu can verip arzuluyorum». Για το γράμμα που γράφει και δακρύζει η καρδιά του, τραγουδάει ο Δανιήλης. Για το γιό του στην ξενιτιά, που με πόνο αρωθυμά.
Κανένας δεν μιλάει πάνω στα οτουράγα. Μόνο ακούνε και το μυαλό τους ταξιδεύει. Σε μέρη άγνωστα και μακρινά. Σε πρόσωπα οικεία, αγαπητά. Ο καθείς με τον πόνο του και όλοι μαζί να νιώθουν τον άλλον.
Πουλιά φευγατάρικα οι Ρωμιοί του Πόντου. Το άγνωστο ποτέ δεν τους τρόμαξε. Μια ζωή σε πορεία συνεχή. Σε θάλασσες, όρη και πολιτείες. Σε ματένια, σαλόνια και μεϊτάνια. Όπου γης και πατρίς. Ευτυχισμένοι μόνο και μια φορά ακόμα να γυρίσουν στη Γαράσαρη.
Τα ξέρουν αυτά όλοι γύρω απ` τη φωτιά. Και το ρακί βοηθά να γλυστρίσει πιο κάτω ο νους, στην καρδιά. Και στην ψυχή, πιο βαθιά.
Ο Δανιήλης γυρίζει το σκοπό και πιάνει το ομάλιν. Σηκώνονται κάμποσοι και συντονίζουν τα χνάρια τους. Πρώτος ο Νικόλας.
Τα σώματα ενωμένα το ένα με τ` άλλο. Τα χέρια κολλημένα στα πλευρά, διπλωμένοι αγκώνες και πλεγμένα σφιχτά τα δάχτυλα. Παλάμη με παλάμη, αγκώνας με αγκώνα, ώμος με ώμο. Όλοι σην σειράν, χωρίς κενό, σαν κάποιο αλλόκοτο ον που κινείται ρυθμικά και νευρικά συνάμα.
Κοφτές μικρές κινήσεις, οι πλεγμένες παλάμες πάνω-κάτω. Τινάζεται το σώμα χωρίς σταματημό, χωρίς να κουράζεται, λες κι ο ένας δίνει κουράγιο στον διπλανό του, λες και τον στηρίζει να μη λυγίσει, να μείνει στη σειρά ακλόνητος, να μην αφήσει το συλλογικό κύκλο του χορού, της κοινότητας, της ζωής τους ολάκερης.
Και είναι σαν να μην προχωρούν, να μη βιάζονται να προχωρήσουν. Το δεξί πόδι κάνει ένα μικρό βήμα στο πλάι και μένει ξανά στον τόπο. Το αριστερό έρχεται μπροστά και χτυπά με δύναμη το έδαφος. Κάθε φορά και λίγα εκατοστά πιο μπροστά. Άλλες φορές στο ίδιο σημείο με δέκα, είκοσι, τριάντα βηματισμούς σημειωτόν.
Τα χέρια πάνω-κάτω, τόσο σφιχτά κρατιούνται που πονάνε στ’ αλήθεια. Οι ώμοι τρεμουλιάζουν, όλο το σώμα ανεβοκατεβαίνει και το γόνατα λυγίζουν και τεντώνονται χωρίς σταματημό.
Λες και φτάνουν σε κάποια έκσταση, βρίσκονται σε άλλο κόσμο, τελούν μια κοινή πανάρχαια μυσταγωγία της ράτσας τους, μετέχουν της προγονικής κληρονομιάς τους.
Έχουν τα μάτια ανοιχτά, αλλά ποιός ξέρει τι βλέπουν.
«Σον τόπον» φωνάζει κάθε τόσο ένας απ` όλους. Και με πιο πολλή δύναμη το αριστερό πόδι πατάει το χώμα, σαν να θέλουν να ξυπνήσουν τους κεκοιμημένους, να τους καλέσουν μαζί τους στον κύκλο της ζωής, να τους δείξουν ότι αυτοί, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα δισέγγονα, είναι εκεί ενωμένοι, δυνατοί, αποφασισμένοι να συνεχίσουν τη γραμμή του αίματος.
Σαν να θέλουν να προκαλέσουν το Χάρο και να του δείξουν ότι δεν φοβούνται, είναι ένα σώμα, με μεγάλη ψυχή, σφιχτά δεμένοι κρίκοι σε μια αλυσίδα κοινοτική που δεν σπάει, μαζί αγωνίζεται, μαζί προχωράει, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, λίγο-λίγο και πιο πέρα, δεν αφήνει κανέναν να λυγίσει, κανέναν να πέσει.
Η κούραση χάνεται όταν σε στηρίζουν τα χέρια των διπλανών, όταν τα κορμιά είναι τόσο κοντά το ένα με τ` άλλο και παρασέρνει η ρυθμική συνολική κίνηση όλα τα κομμάτια του κύκλου.
Το κουράγιο στον διπλανό και η προσμονή της νίκης, η μέθη της υπέρβασης, ο επερχόμενος θρίαμβος της συλλογικότητας και η αγωνία συνάμα, βγαίνουν βαθιά μέσα από τα στήθια με κραυγές άγριες, βραχνές, απόκοσμες. «Άιτ`, άιτ`, άάάάάιτε».
Πάμε ακόμα λίγο, όλοι μαζί, χέρι με χέρι, ώμο με ώμο, καρδιά με καρδιά. Σ’ ένα μακρύ, ατέλειωτο, μεθυστικό και λυτρωτικό γαρασαρέτ`κον ομάλιν.
https://www.facebook.com/Ibrahim.son.of.Hercules
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου