Κλείνεις τα μάτια και βρίσκεσαι στον 9ο αιώνα μΧ, λίγο πιο κάτω από το Κάστρο της Λευκόπετρας, στην περιοχή μεταξύ Χερίανας και Νικοπόλεως, στις πηγές των ποταμών Λύκου και Ευφράτη. Εκεί που διεξήχθη επί δύο αιώνες η σκληρή διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων Ρωμαίων και Παυλικιανών αιρετικών, μαζί με τους συμμάχους τους Άραβες και Αρμενίους.
Ο Βασίλειος, από εντόπιες αρχοντικές οικογένειες έλκων την καταγωγή, όντας Ακρίτης στη συγκεκριμένη περιοχή, μας δίνει όλη την εικόνα για να καταλάβουμε ακριβώς το τι συνέβαινε και πώς λειτουργούσε αυτός ο στρατιωτικός θεσμός στη δεδομένη χρονική περίοδο.
Με έδρα το καστέλλο του, βιγλάτορας και αμύντορας του υδάτινου ορίου των ποταμών Λύκου και Ευφράτη, που αποτελούσε το σύνορο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, ο Βασίλειος Ακρίτης μας επιτρέπει να «δούμε» το παρελθόν των προγόνων μας στην ίδια περιοχή.
Ο Βασίλειος, από εντόπιες αρχοντικές οικογένειες έλκων την καταγωγή, όντας Ακρίτης στη συγκεκριμένη περιοχή, μας δίνει όλη την εικόνα για να καταλάβουμε ακριβώς το τι συνέβαινε και πώς λειτουργούσε αυτός ο στρατιωτικός θεσμός στη δεδομένη χρονική περίοδο.
Με έδρα το καστέλλο του, βιγλάτορας και αμύντορας του υδάτινου ορίου των ποταμών Λύκου και Ευφράτη, που αποτελούσε το σύνορο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, ο Βασίλειος Ακρίτης μας επιτρέπει να «δούμε» το παρελθόν των προγόνων μας στην ίδια περιοχή.
Διαβάζεις και ονειρεύεσαι:
Εγώ δε τότε έλαχον διάγειν εν τη βίγλη,
ίππου κρατών τον χαλινόν, κάθησθαι εν τη πέτρα,
και τούτων τε διά παντός την έφοδον ετήρουν,
είχον γαρ τούτο εις τον νουν πώς μέλλουσιν ελθείν μοι.
Και εμαυτόν ηυτρέπισα προς αντιπαρατάξεις,
ίππους δοκίμους αγαγών και άρματα συν τούτοις,
ενδεδυμένος έτυχον ιμάτιον βαγδάτιν,
και θαυμαστόν, ολόσηρον οξύν αζωσταράκιν,
εις ίππον γρίβαν επιβάς, ανήλθον εις την βίγλαν
και τούτων τε την έφοδον ετήρουν εκ της βίγλης…
ίππου κρατών τον χαλινόν, κάθησθαι εν τη πέτρα,
και τούτων τε διά παντός την έφοδον ετήρουν,
είχον γαρ τούτο εις τον νουν πώς μέλλουσιν ελθείν μοι.
Και εμαυτόν ηυτρέπισα προς αντιπαρατάξεις,
ίππους δοκίμους αγαγών και άρματα συν τούτοις,
ενδεδυμένος έτυχον ιμάτιον βαγδάτιν,
και θαυμαστόν, ολόσηρον οξύν αζωσταράκιν,
εις ίππον γρίβαν επιβάς, ανήλθον εις την βίγλαν
και τούτων τε την έφοδον ετήρουν εκ της βίγλης…
…Ούτως ειπών ολόθυμου αντέστη κατ` εμού τε,
εγώ δε εσυντόμευσα, πηδώ, καβαλλικεύω
και τούτον δε δέδωκα ραβδέαν σμικροτάτην
και μετά σέλλας έπεσεν ευθύς από του ίππου.
Πλανώντας με ο Φιλόπαππος ήλθεν εκ του πλαγίου.
Ευθύς λαλώ τον ίππον μου, ίνα τον φθάσω τούτον,
εκείνος πλέον έφυγεν και έβλεπε οπίσω.
Οι μεν γαρ εκατήρχοντο του ποταμού το χείλος,
οι έτεροι δ` εσκόρπισαν γυρεύοντες τον πόρον,
ένθεν κακείθεν δύο τε και Μαξιμώ εν μέσω…
εγώ δε εσυντόμευσα, πηδώ, καβαλλικεύω
και τούτον δε δέδωκα ραβδέαν σμικροτάτην
και μετά σέλλας έπεσεν ευθύς από του ίππου.
Πλανώντας με ο Φιλόπαππος ήλθεν εκ του πλαγίου.
Ευθύς λαλώ τον ίππον μου, ίνα τον φθάσω τούτον,
εκείνος πλέον έφυγεν και έβλεπε οπίσω.
Οι μεν γαρ εκατήρχοντο του ποταμού το χείλος,
οι έτεροι δ` εσκόρπισαν γυρεύοντες τον πόρον,
ένθεν κακείθεν δύο τε και Μαξιμώ εν μέσω…
…Ταύτα ειπούσα εν θυμώ, ώρμησε του περάσαι.
Εγώ δε λέγω προς αυτήν γενναίως μετά τόλμης:
«μηδέν περάσης, Μαξιμώ, προς με του συνοδεύσαι,
ανδράσι μόνον πέφυκε έρχεσθαι προς γυναίκας.
Έλθω καγώ λοιπόν προς σε, ως το δίκαιον έχει».
Ευθύς λαλώ το ιππάριν μου, εμβαίνω εις το ποτάμιν.
Ην δε πολύς ο ποταμός, έπλευσε το φαρίν μου,
αντίπερα του ποταμού ήτον ολίγον ύδωρ,
κακείσε δε η Μαξιμώ ίστατο ωπλισμένη,
ή και ετήρει προσβολήν εμήν ώσπερ ανδρεία.
Εγώ δε λέγω προς αυτήν γενναίως μετά τόλμης:
«μηδέν περάσης, Μαξιμώ, προς με του συνοδεύσαι,
ανδράσι μόνον πέφυκε έρχεσθαι προς γυναίκας.
Έλθω καγώ λοιπόν προς σε, ως το δίκαιον έχει».
Ευθύς λαλώ το ιππάριν μου, εμβαίνω εις το ποτάμιν.
Ην δε πολύς ο ποταμός, έπλευσε το φαρίν μου,
αντίπερα του ποταμού ήτον ολίγον ύδωρ,
κακείσε δε η Μαξιμώ ίστατο ωπλισμένη,
ή και ετήρει προσβολήν εμήν ώσπερ ανδρεία.
Εγώ δε, όταν έγνωκα εις γην πατείν τον ίππον,
ευθύς λαλώ το ιππάριν μου και παίρνω το σπαθίν μου,
εκείνη δε εσυντόμευσε, κρούει με κονταρέαν.
Ήσαν τα άρματα οχυρά, εκλάσθη το κοντάριν.
Ώρμησεν ίνα γυρισθή να σύρη το σπαθίον.
Τινάξας δ` αύθις το σπαθίν ταύτης με εφεισάμην,
της βρόχας δε την κεφαλήν απέτεμον ευθέως
και το μεν πτώμα χαλεπώς επί την γην ηνέχθη.
Η δε αναποδήσασα, τρόμω συνεχομένη,
προσπίπτουσα εφθέγγετο: «Ακρίτα, μη αποθάνω»!
Κάλλος δε το θαυμάσιον ό είχεν ελεήσας,
εκεί ταύτην αφέμενος, προς τους λοιπούς απήλθον.
ευθύς λαλώ το ιππάριν μου και παίρνω το σπαθίν μου,
εκείνη δε εσυντόμευσε, κρούει με κονταρέαν.
Ήσαν τα άρματα οχυρά, εκλάσθη το κοντάριν.
Ώρμησεν ίνα γυρισθή να σύρη το σπαθίον.
Τινάξας δ` αύθις το σπαθίν ταύτης με εφεισάμην,
της βρόχας δε την κεφαλήν απέτεμον ευθέως
και το μεν πτώμα χαλεπώς επί την γην ηνέχθη.
Η δε αναποδήσασα, τρόμω συνεχομένη,
προσπίπτουσα εφθέγγετο: «Ακρίτα, μη αποθάνω»!
Κάλλος δε το θαυμάσιον ό είχεν ελεήσας,
εκεί ταύτην αφέμενος, προς τους λοιπούς απήλθον.
Ο δε λαός ως ειδέ με ταύτην κρημνίσας ούτω,
κύκλω περιεχύθησαν, ως αετοί εις βρώμα,
μέσον αυτών με άγοντες έπληττον πανταχόθεν,
οι μεν σπαθέας εσώχειρας, έτεροι κονταρέας,
όπως δε πάντα ήσχυνα, αισχύνομαι του λέγειν,
ίνα μη ως καυχώμενον λογίσεσθέ μοι, φίλοι…
…επείπερ τις ηδύνατο, τοσούτους προσοπλίτας
καθωπλισμένους ισχυρώς, κατεθωρακισμένους.
Και γαρ ως ήλθον μέσου τε τούτους ηρξάμην κρούειν,
πριν λάβωσι την πείραν μου ήρχοντο του με κρούειν.
Ως πάντας δε τους προς εμέ ελθόντας επληττόμην
κατερραγμένους επί γης, μεθ` ίππων τετμημένους
και είδον τούτους υπό γην πεσόντας παραχρήμα,
εκ των αυτών εγνώρισαν όστις εξ έργων ήμην,
φυγή μόνον επίστευον τυχείν της σωτηρίας.
Αλλά και φεύγειν θέλοντας έφθανον τούτους τάχος
και, μη δυνάμενοι ποσώς εμοί προσαντισθήναι,
πεζεύοντες τα άρματα έρριπτον έμπροσθέν μου
και εις τα δάση έφευγον ως ατελή στρουθία.
κύκλω περιεχύθησαν, ως αετοί εις βρώμα,
μέσον αυτών με άγοντες έπληττον πανταχόθεν,
οι μεν σπαθέας εσώχειρας, έτεροι κονταρέας,
όπως δε πάντα ήσχυνα, αισχύνομαι του λέγειν,
ίνα μη ως καυχώμενον λογίσεσθέ μοι, φίλοι…
…επείπερ τις ηδύνατο, τοσούτους προσοπλίτας
καθωπλισμένους ισχυρώς, κατεθωρακισμένους.
Και γαρ ως ήλθον μέσου τε τούτους ηρξάμην κρούειν,
πριν λάβωσι την πείραν μου ήρχοντο του με κρούειν.
Ως πάντας δε τους προς εμέ ελθόντας επληττόμην
κατερραγμένους επί γης, μεθ` ίππων τετμημένους
και είδον τούτους υπό γην πεσόντας παραχρήμα,
εκ των αυτών εγνώρισαν όστις εξ έργων ήμην,
φυγή μόνον επίστευον τυχείν της σωτηρίας.
Αλλά και φεύγειν θέλοντας έφθανον τούτους τάχος
και, μη δυνάμενοι ποσώς εμοί προσαντισθήναι,
πεζεύοντες τα άρματα έρριπτον έμπροσθέν μου
και εις τα δάση έφευγον ως ατελή στρουθία.
Είχον δε άρματα καλά και κατωχυρωμένα
και συν Θεώ πεφύλαγμαι άτρωτος εν τη μάχη.
Ουκ εις πολύ δε γέγονεν εκείνων η θρασύτης,
το παρ` ολίγον τόλμημα της ληστρικής εφόδου,
αλλά ταχέως έσβεσα ως πυρ εν τω αέρι.
Θεόν γαρ έχων βοηθόν και του αυτού αγίους,
πικρώς αυτούς κατέστρεψα νικήσας κατά κράτος.
Εις τούτους γαρ ουκ έσυρα κοντάριν ή ραβδίον,
αλλά σπαθίν μου έσυρα, δέδωκα έσω χείρας
και όσους αν κατέτυχον, έκοπτον ωσεί χόρτον,
η γη τούτους ελάμβανεν φωνήν μη κεκτημένους.
Έτεροι δε συνέπιπτον, συνέκρουον αλλήλους
και συμπατούμενοι δεινώς το ζην απεστερούντο…
και συν Θεώ πεφύλαγμαι άτρωτος εν τη μάχη.
Ουκ εις πολύ δε γέγονεν εκείνων η θρασύτης,
το παρ` ολίγον τόλμημα της ληστρικής εφόδου,
αλλά ταχέως έσβεσα ως πυρ εν τω αέρι.
Θεόν γαρ έχων βοηθόν και του αυτού αγίους,
πικρώς αυτούς κατέστρεψα νικήσας κατά κράτος.
Εις τούτους γαρ ουκ έσυρα κοντάριν ή ραβδίον,
αλλά σπαθίν μου έσυρα, δέδωκα έσω χείρας
και όσους αν κατέτυχον, έκοπτον ωσεί χόρτον,
η γη τούτους ελάμβανεν φωνήν μη κεκτημένους.
Έτεροι δε συνέπιπτον, συνέκρουον αλλήλους
και συμπατούμενοι δεινώς το ζην απεστερούντο…
…Και, ως είδον τούτους φεύγοντας, μηδόλως στρεφομένους,
τον ίππον επιλάλησα ίνα τους επιφθάσω.
Ο Μελεμέντζης ώρμησε και προς εμέ εγυρίσθη,
ραβδέαν τούτον δέδωκα μέσον των δύο ώμων
και σύσσελος κατέβη τε της φάρας κουρασθείσης.
Οι άλλοι απεμάκρυναν, ουκ ίσχυσα του φθάσαι
και λέγω αυτοίς τρανότερον όσον γαρ εδυνάμην:
«φεύγετε τοίνυν, φεύγετε, καλά παλληκαρίτζια
και μέμνησθε του μοναχού Ακρίτου Βασιλείου»!
τον ίππον επιλάλησα ίνα τους επιφθάσω.
Ο Μελεμέντζης ώρμησε και προς εμέ εγυρίσθη,
ραβδέαν τούτον δέδωκα μέσον των δύο ώμων
και σύσσελος κατέβη τε της φάρας κουρασθείσης.
Οι άλλοι απεμάκρυναν, ουκ ίσχυσα του φθάσαι
και λέγω αυτοίς τρανότερον όσον γαρ εδυνάμην:
«φεύγετε τοίνυν, φεύγετε, καλά παλληκαρίτζια
και μέμνησθε του μοναχού Ακρίτου Βασιλείου»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου