Άλλο ένα σημαντικό ντοκουμέντο παρουσιάζουμε σήμερα.
Πρόκειται για το χειρόγραφο με τα απομνημονεύματα του Αλεξάνδρου Ουρεϊλίδη, από
το χωριό Λίτζασα Νικοπόλεως.
Ο Αλέξανδρος (1906-1992) ήταν γιός του ιερέα Ιωάννη
Ουρεϊλίδη και της Σεβλής. Συνολικά εννιά αδέρφια, έζησαν ακριβώς μέσα στην
καρδιά των θλιβερών γεγονότων που τους ανάγκασαν τελικά να ξεριζωθούν από την
πατρίδα.
Ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης ήταν δεκαοκτώ ετών όταν έγινε η
ανταλλαγή πληθυσμών. Έζησε από πρώτο χέρι γεγονότα που σημάδεψαν την οικογένειά
του και μας τα μεταφέρει στο χειρόγραφό του.
Ο πατήρ Ιωάννης Ουρεηλάντης, ήταν πολύ γνωστό πρόσωπο
στην κοινωνία της Νικοπόλεως και έχαιρε εκτιμήσεως από Έλληνες και Τούρκους. Πέθανε
το 1930 και ετάφη στo προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, στο χωριό Κασσιτερά Ροδόπης.
Στο κείμενο που ακολουθεί, προσπαθήσαμε να μείνουμε
πιστοί στο πρωτότυπο. Οι παρεμβάσεις μας στην ορθογραφία και στη σύνταξη, ήταν
τόσες, όσο που να γίνεται κατανοητό το νόημα στο μέσο αναγνώστη. Σε ορισμένα
σημεία προσθέσαμε δικές μας σημειώσεις (ΣΗΜ), ως διευκρινίσεις που αφορούν σε
πρόσωπα και καταστάσεις.
Όσα μας μεταφέρει ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης, έχουν μεγάλο
ενδιαφέρον για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Αναφέρεται σε κατοίκους
και οικογένειες του χωριού, στη δράση του Τοπάλ Οσμάν σε Νικόπολη και
Κερασούντα, στο λήσταρχο Ισμαήλ Τόμογλου, στον οπλαρχηγό Χατζίκα Τάραλη, στην
εξέγερση των Αρμενίων, στους εκτοπισμούς και σε πολλά άλλα γεγονότα και
πρόσωπα.
Νίκος Πετρίδης
«Εγεννήθηκα εις τον Πόντον, χωρίον Λίτζασα, περιφέρεια Νικοπόλεως, έτος γεννήσεως 1906»
Εγεννήθηκα το 1906. Στο Βαλκανικό τον Πόλεμο ήμουν 6
χρονών, όταν έπεσε η Θεσσαλονίκη και ύστερα εσκοτώσαν τον πρώτον Γεώργιον το
Βασιλέα.
Έφεραν στον πατέρα μου μια φωτογραφία του Βασιλέα και το
έμαθαν οι μειζετέροι του χωριού και ήλθαν σ` εμάς για να τη δουν. Κάθισαν στους
καναπέδες και η φωτογραφία ήταν κρεμασμένη πάνω στον τοίχο. Ο Βασιλέας
εξαπλωμένος και πέντε άτομα όρθιοι. Ο ένας με μακριά μαλλιά, σαν γυναικεία. Οι
χωριανοί έλεγαν ότι αυτός τον σκότωσε.
Εγώ ήμουν 6 χρονών παιδί, κοντά τους άκουγα ότι οι
Τούρκοι άρχισαν να αγριεύουν λίγο.
Όταν άρχισε το Βαλκανικόν, άρχισε και η επιστράτευση.
Εμείς είχαμε πέντε μουλάρια και τα δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο
Αντώνης. Αυτά μας τα πήραν όλα. Πενήντα λίρες είχε το κάθε μουλάρι και δε μας
έδωσαν ούτε μια λίρα αποζημίωση.
Χώρια που είχανε και τα μπρούτζινα κουδούνια, πέντε
οκάδες το καθένα, από εικοσιπέντε λίρες. Όταν χτυπούσαν ακούγονταν από μισή ώρα
μακριά. Όσοι τα άκουγαν, Έλληνες και Τούρκοι, έλεγαν «Αντών αγανίν κερβανί
κελιόρ», έρχεται το καραβάνι του Αντών-αγά.
Στην επιστράτευση γύριζε στα χωριά ένας καραγιούζπασης,
λοχαγός. Ήρθε και στο χωριό μας και πήραν τα δύο αδέλφια μου, τον Αντώνη και το
Χρήστο. Πήρανε κι άλλους απ` το χωριό και ο κόσμος για να τους αποχαιρετίσει,
κατέβηκε κάτω στο δημόσιο δρόμο, εκεί που ήτανε τα χάνια, είκοσι λεπτά έξω από
το χωριό.
Εγώ τότε ήμουνα πέντε χρονών και η μάνα μου η συγχωρεμένη
βαστούσε το χέρι μου. Σιγά σιγά, μαζί με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και
πολύ κόσμο ακόμα, πήγαμε και τους αποχαιρετίσαμε.
Από εκεί κι ύστερα, κάθε μέρα ερχότανε χωροφυλάκοι στο
χωριό και δέρνανε τον κόσμο. Μια μέρα μαζί με τον πατέρα μου πήγαμε βόλτα έξω
από το χωριό και όταν γυρίσαμε ήτανε μαζεμένος κόσμος στο μαχαλά και πήγαμε να
δούμε.
Είχαν έναν άντρα με δεμένα τα χέρια από πίσω και τον
χτυπούσαν αλύπητα όπου τύχει. Όταν έφτασε ο πατέρας μου τους έβαλε μια κατσάδα
«αθεόφοβοι, άπιστοι, χτυπάτε αλύπητα αυτόν τον αθώο άνθρωπο».
Αυτά γινότανε στο Βαλκανικό Πόλεμο. Ερχότανε από το βράδυ
οικογένειες στο σπίτι μας και αποχαιρετούσαν τον πατέρα και τη μάνα μου. Εγώ,
μικρό παιδί, ρωτούσα τη μάνα μου «πού πηγαίνουν αυτοί;». Η μάνα μου έλεγε ότι
φεύγουν σε άλλα κράτη, άλλος στην Ελλάδα, άλλος στη Ρωσία και άλλος στην
Αμερική.
Ετελείωσε το Βαλκανικόν και έγινε ησυχία και τότε επήγα
στο σχολείον και διάβαζα το αλφαβητάριον. Μας μάθαιναν πόσα είναι τα γράμματα
της ελληνικής γλώσσας, πόσα είναι τα φωνήεντα, οι δίφθογγοι και ούτω καθεξής,
όμως είχαμε γερούς δασκάλους.
Τις μεγάλες τάξεις τους έβαζαν κατά τριάδες και τους
γύμναζαν και τραγουδούσαν «γερό και κοφτερό σπαθί μου πώς βαστάς υπομονή, για
να βλέπεις τα παιδιά σου μέρα-νύχτα στη σφαγή».
Ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης, πρόσφυγας στα Κασσιτερά Ροδόπης,
με το φίλο του Καραγκιοζίδη.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ φιλόξενος και κάθε βράδυ είχαμε
μουσαφίρη. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι, από μικρό μέχρι μεγάλο, σ` εμάς ερχότανε.
Από την Κερασούντα ερχότανε στο δικό μας το παζάρι (ΣΗΜ: «Παζάρι» ονόμαζαν τη
Νικόπολη) και στο γυρισμό έρχονταν στο χωριό μας, εις την Λίτζασα και
επλάγιαζαν σ` εμάς.
Δεκαπέντε λεπτά έξω από το χωριό μας ήταν το Δημόσιο (ΣΗΜ:
ο κεντρικός δρόμος Κερασούντας – Νικοπόλεως) και υπήρχαν χάνια και εκεί
επλάγιαζαν οι αγωγιάτες με τα μουλάρια. Όσοι ήταν πρωτοπόροι (ΣΗΜ: εννοεί
προύχοντες, πρόκριτοι), αυτοί ερχόταν επλάγιαζαν σ` εμάς, πάντα καβάλα στα άλογα
με τις σέλες.
Μια βραδιά ήρθε ένας καβάλα στ` άλογο και ρώτησε πού
είναι του παπα-Ιωάννη το σπίτι. Του το έδειξαν απέναντι και ήρθε, κατέβηκε από
το άλογο και ο πατέρας μου τον καλωσόρισε. Το άλογο το πήγαμε στο στάβλο, ο
μουσαφίρης πήγε μέσα μαζί με τον πατέρα μου, εκάθισαν και περάσαμε όλοι να τον
καλωσορίσουμε. Η μάνα μου μαγείρεψε, έφαγαν, ήπιαν και έκαναν παρακάθ`. Ένα από
τα μωρά έκλαψε από μέσα και αυτός το άκουσε και ρώτησε «πάτερ, έχετε και
μωρό;». Ζήτησε να το βαπτίσει και έτσι έγινε και δύο μέρες γλεντούσαν. Έπειτα
έφυγε να πάει πάλι στην πατρίδα του την Κερασούντα. Το όνομά του ήταν Τάραλης
Χατζίκας και την ιστορία του θα την πούμε στη συνέχεια (ΣΗΜ: ο μετέπειτα
οπλαρχηγός του αντάρτικου, Σάββας Παπαδόπουλος από το Γουρούχ).
Μετά από ένα χρόνο άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Το
1914 κάνουν γενική επιστράτευση, από τα δεκαοκτώ μέχρι τα σαρανταπέντε.
Ορισμένοι πλήρωναν πετέλι (ΣΗΜ: badal,
αντισήκωμα, εξαγορά θητείας) σαράντα χρυσές λίρες για να μην πάνε, όσοι ήταν
40-45 χρονών, αλλά αυτό ήταν μόνο για τα μάτια. Περνούσε ένας μήνας, σαράντα
μέρες, ερχότανε πάλι η χωροφυλακή, πάλι τους έπαιρναν, πάλι πλήρωναν σαράντα
λίρες, πάλι τους άφηναν, για να εξαντλήσουν τον κόσμο.
Υπήρχαν κάτι γέροι 50-60 χρονών, όμως από το φόβο τους
έξω δεν έβγαιναν, γιατί συνέχεια μάζευαν για αγγαρεία. Έφευγαν συνέχεια από το
στρατό ανυπότακτοι, 20-30. Κάθε βράδυ το σπίτι μας ήταν γεμάτο. Όλοι έφευγαν με
τα όπλα τους, ένα όπλο ένα ψωμί. Ο πατέρας μου τους έλεγε να μη δίνουν τα όπλα
τους, γιατί απ` εδώ για να πάνε στην πατρίδα τους ήθελαν ένα μήνα δρόμο. Όλοι
ήταν από την περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης.
Η Νικόπολη και το κάστρο της.
Ο πόλεμος συνεχίζει, περάσαμε στο 1915. Ήτανε ένας
πλανόδιος Αρμένης, τον έλεγαν Καραστόζη Μαρτός. Αυτός ερχότανε από το Σάββατο
το βράδυ και την Κυριακή γύριζε το χωριό και πουλούσε υφάσματα. Όταν έφευγε την
Κυριακή το απόγευμα, περνούσε να χαιρετίσει τον πατέρα μου. Μια μέρα λέει
«παπάζ-εφέντη, δεν πάμε καλά, θα μας βάλουν σφαγήν». Την Κυριακή έφυγε, τη Δευτέρα άρχισε η σφαγή
(ΣΗΜ: 2 Ιουνίου 1915).
Σ` εμάς εκεί εις την Νικόπολιν είχε τέσσερις χιλιάδες
Αρμένιους. Είχανε δύο αρχηγούς, τον Κουκάσην και το Σύσογλη. Η Νικόπολη είχε
ένα φρούριο βυζαντινό. Οι δύο αρχηγοί διαφώνησαν. Ο Κουκάσης λέει να μην
ανεβούνε στο φρούριο, αλλά ο Σύσογλης επιμένει. Ο Κουκάσης πήρε 300 άτομα και
έφυγε. Οι άλλοι όλοι άκουσαν το Σύσογλη, γυναίκες, παιδιά, άνδρες, όλοι βγήκανε
στο φρούριο.
Εκεί είχε μια πόρτα προς τη μεριά της αγοράς και όλες οι
άλλες πλευρές ήταν γκρεμός. Εκεί πάνω έμειναν ένα μήνα. Χωρίς ψωμί και νερό
γίνεται; Ήλθε στρατός με τα κανόνια και τους σκόρπισε και έφυγαν προς το δικό
μας το χωριό (ΣΗΜ: η έξοδος των απελπισμένων Αρμενίων έγινε στις 29 Ιουνίου
1915, μετά από έναν ολόκληρο μήνα πολιορκίας). Γέμισαν τα βουνά Αρμεναίους. Μόνο οι άνδρες. Τα γυναικόπαιδα τα άφησαν
εις το έλεος του Θεού και τα έσφαξαν σαν τα αρνιά.
Από όλες τις περιφέρειες μάζευαν τα γυναικόπαιδα και
τους πήγαιναν στο Κουρπαγά-ιρμάκ (ΣΗΜ: μάλλον εννοεί το ποτάμι που διασχίζει τη
νότια περιοχή του Απές. Από εκεί, έξω από το ρωμαίικο χωριό Κούρπαγη, περνούσε
ο δρόμος προς τη Σεβάστεια και τα καραβάνια των εκτοπισμένων). Είχε μια μεγάλη
γέφυρα, τους γέμιζαν εκεί πάνω και έσφαζαν συνέχεια και τους πετούσαν στο
ποτάμι. Ένα μήνα το ποτάμι ήταν κόκκινο από το αίμα.
Η Νικόπολη μετά την εξέγερση και τη σφαγή των Αρμενίων.
Η πυρκαγιά κατέστρεψε σχεδόν όλη την πόλη
και τις δύο από τις τρεις ελληνικές συνοικίες.
Οι άνδρες αφού σκόρπισαν στα δικά μας τα βουνά, ήλθε στο
χωριό μας ο στρατός, πεζικό και πυροβολικό. Οι αξιωματικοί κάθονταν σ` εμάς.
Την ημέρα έβγαιναν έξω με τα κανόνια. Είχαμε ένα μοναστήρι του Αγίου Παύλου (ΣΗΜ:
ως μοναστήρι εννοεί το φημισμένο εξωκκλήσι του Αγίου Παύλου) και εκεί πάνω
έστηναν τα κανόνια.
Ο λοχαγός μια μέρα ζήτησε από τον πατέρα μου να με πάρει
μαζί του και ο πατέρας μου να έρθει με άλογο καβάλα. Πήγα μαζί με το λοχαγό και
βγήκαμε πάνω στο μοναστήρι. Οι στρατιώτες έστηναν τα πυροβόλα και ο λοχαγός μου
έδωσε τα κιάλια και μου είπε να κοιτάξω απέναντι στο υψωματάκι. Του είπα βλέπω
κάτι να κουνιούνται. Ήταν στρατός και όποτε έριχναν τα κανόνια, περίμεναν να
βγουν οι Αρμεναίοι να τους καθαρίσουν.
Μια βδομάδα αυτό γινόταν συνέχεια. Ο στρατός και η
χωροφυλακή γυρνούσαν όλη την περιοχή και το βράδυ ερχότανε στο χωριό για να
πλαγιάσουν και το πρωί έβγαιναν πάλι στα βουνά.
Ένα απόγευμα οι χωροφύλακες έφεραν μια γυναίκα στο χωριό.
Την έφεραν επίτηδες για να βλέπουμε εμείς οι Έλληνες και να δειλιάσουμε. Ήταν
τρεις χωροφύλακες. Ο ένας ήταν πάνω της καβάλα και οι άλλοι δύο τη σούβλιζαν με
τα δίστομα μαχαίρια τους στους μηρούς. Η καημένη η γυναίκα έκλαιγε και φώναζε
και αυτοί από πίσω τη σούβλιζαν με τα μαχαίρια και έλεγαν «παλιοπουτάνα γιατί
κλαις; Τόσο καλό σου κάνουμε και αντί να γελάς εσύ κλαις».
Το σπίτι μας ήταν ψηλά και οι αξιωματικοί κάθονταν έξω
από την πόρτα μας στις καρέκλες. Μαζί τους και ο πατέρας μου, η μάνα μου, εγώ ο
Αλέξανδρος, η Χριστιανή, ο Γιώργον και η Φωτεινή. Κοιτάζουμε πώς την τυραννάνε,
αλλά κανένας δεν βγάζει τσιμουδιά. Ούτε οι αξιωματικοί ούτε εμείς.
Τέλος ήρθε η ώρα του φαγητού, πήγαμε μέσα, έβαλαν το
τραπέζι, έφαγαν, έκαναν δύο ώρες παρακάθι μαζί με τον πατέρα μου και μετά αυτοί
πλάγιασαν στην κάμαρη και εμείς σε άλλη κάμαρη. Όμως εκείνη τη βραδιά δεν
κοιμηθήκαμε καθόλου, επειδή είδαμε εκείνη τη γυναίκα με τα τόσα βάσανα.
Ολόκληρη τη νύχτα άγρυπνοι.
Ο Θεός με καλόν μας ξημέρωσε και η συγχωρεμένη μάνα
μου έβγαλε τις καρέκλες έξω στην πόρτα. Κάθισε ο λοχαγός, πέρασαν δυό λεπτά και
η μάνα μου του λέει για την καημένη γυναίκα που τη βασάνισαν. Αυτός της λέει
«μάνα εμείς δε φταίμε, διαταγές έχουμε». Και η μάνα μου του λέει «διαταγές,
αλλά μαζί με το έγκλημα έρχεται και η κρεμάλα».
Η Λίτζασα Νικοπόλεως.
Ο στρατός έφυγε για το μέτωπο, μπήκαμε στο 1916. Ο μεγάλος
ο αδελφός μου είναι στρατιώτης, αλλά είχαμε πρώτο φίλο το Δήμαρχο της
Νικοπόλεως, το Ριζά μπέη. Έτσι τον έβαλε στη διαχείριση του στρατού, στην
αποθήκη. Τα μεταγωγικά κουβαλούσαν, ο αδελφός μου τα παραλάμβανε τα ζύγιζε και
μετά άλλα μεταγωγικά συνέχιζαν για το μέτωπο.
Αυτός ο Χατζίκας Τάραλης που είπαμε πριν ότι ήταν από την
Κερασούντα και πλάγιασε σ` εμάς ένα βράδυ και τον κάναμε κουμπάρο, ήταν κι
αυτός στην ίδια υπηρεσία διαχείρισης του στρατού, αλλά στην περιφέρεια
Κερασούντας, στην Κουλάκ-καγια.
Τότε οι άνδρες πολύ πολύ δεν έβγαιναν λόγω του πολέμου,
μόνο οι γυναίκες και φυσικά ο πατέρας μου που ήταν παπάς. Μια μέρα έρχεται ένας
εισπράκτορας με έναν χωροφύλακα. Κυρίως ήρθαν για το φαγητό. Έφαγαν, ήπιαν και
μετά λένε στον πατέρα μου ότι πρέπει να μαζέψει άτομα για να κουβαλήσουν με τη
ράχη τρόφιμα. Ο πατέρας μου του λέει ότι δεν υπάρχουν άνδρες στο χωριό. Δεν
πειράζει είπαν αυτοί, ας είναι γυναικόπαιδα. Αύριο να μαζέψεις τα άτομα και να
πας στο Ασαρτζούχ να παραλάβετε τα φορτία και να τα πάτε στη Νικόπολη.
Μαζέψαμε εκατό άτομα και φορτωθήκαμε φουντούκι ψίχα και
ξεκινήσαμε. Ο πατέρας μου είπε σε μένα και τον αδελφό μου το Γιώργο να
προσέχουμε να μην κλέψουν το φορτίο. Ο κόσμος όμως δεν κρατιόταν. Με τα χέρια
τρυπούσαν τα τσουβάλια, άλλοι έτρωγαν και άλλοι τα έβαζαν στα ζωνάρια τους.
Φωνάξαμε τον πατέρα μου, αλλά με τόσο κόσμο μπορείς να τα βάλεις;
Την άλλη μέρα τα παραδώσαμε στη Νικόπολη, τα ζύγισαν και
βρήκαν να λείπουν χίλιες οκάδες. Ο
λοχαγός ζήτησε το λόγο από τον πατέρα μου, αλλά ευτυχώς κατάλαβε ότι ο κόσμος
πεινούσε και δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει και έτσι πέρασε η
μπόρα.
Το 1915, όταν τέλειωσε η σφαγή των Αρμεναίων, τον
Αύγουστο βγήκε ένας κλέφτης από της Κερασούντας την περιφέρεια και ήρθε προς τα
δικά μας τα μέρη της Νικοπόλεως. Το λημέρι του ήταν στην περιοχή του χωριού
μας, οπότε ήρθε και ρώτησε να μάθει σε κάθε χωριό ποιος είναι πλούσιος. Όμως
και οι παλιοί οι πλούσιοι, τώρα είχαν φτωχύνει.
Μια μέρα πήγα με το γαϊδουράκι έξω από το χωριό και
φόρτωσα ξύλα. Όταν γυρνούσα είδα ένα γέρο να κρύβεται μέσα στο δάσος και μου
είπε ότι ήρθε κλέφτης στο χωριό. Εγώ δε φοβήθηκα, γιατί σκέφτηκα τι θα μου
κάνει. Έφτασα στο σπίτι και έβαλα τα ξύλα στο στάβλο.
Ο πατέρας μου ξεκίνησε να πάει να συναντήσει τον κλέφτη
και πήγα μαζί του. Τα σπίτια μας ήταν δώματα. Όταν φτάσαμε, τον πήγαν πάνω στο
δώμα. Εκεί είχε ένα στρώμα και καθόταν ο κλέφτης και από εκείνους που είχε
προγραμμένους ως πλούσιους, είχε έναν γονατιστό κοντά του.
Ο πατέρας μου τον καλωσόρισε και εκείνος τον προσκάλεσε
να καθίσει μαζί του. Το όνομά του ήταν Ισμαήλ αγάς και το παρατσούκλι του
Τόμογλης. Ύστερα σήκωσαν κι αυτόν που ήταν γονατιστός, ήρθαν και καμιά
εικοσαριά άλλα άτομα και όταν σκοτείνιαζε ορισμένοι του είπαν να τον πάρουν στο
σπίτι τους. Αυτός όμως είπε ότι μόνο στου παπά το σπίτι θα πάω.
Ο πατέρας μου έστειλε τον αδελφό μου να σφάξει ένα αρνί
και είπε «πάρε και τον Αλέξανδρον να σε βοηθήσει». Ο κλέφτης ειδοποίησε τους
συντρόφους του, κατεβήκανε από τα υψώματα και ο πατέρας μου τους έφερε στο
σπίτι και τους έμπασε στην κάμαρη. Τα τραπέζια όλα στολισμένα από φαγητά και
επειδή πάντα είχαμε μουσαφίρηδες, είχε και έξι οκάδες ούζο. Έφαγαν, ήπιαν,
γλέντησαν και συζητούσαν με τον πατέρα μου.
Ο Τόμογλης λέει: «Παπάζ εφέντη, εγώ κλέφτης δεν είμαι.
Έκανα κάτι και το κράτος με έχει επικηρύξει, γι` αυτό βγήκα στο κλαρί. Από
αυτούς που ζητάω λεφτά, το κάνω για να ζήσω κι εγώ και άμα δε μου τα δώσουν θα
τους κάνω κακό».
Ο πατέρας μου του είπε ότι δεν έχουν τόσα λεφτά να του
δώσουν. Ας του δώσουν από μια λίρα, άλλος δύο λίρες και έτσι να ησυχάσει το
πράγμα. Τελικά τον κατάφερε και δέχτηκε. Μετά ειδοποίησε καμπόσους και ήρθαν
στο σπίτι μας και έδωσαν αυτά που ζητούσε. Δύο άτομα όμως όλο έφευγαν, ο
Τελπίζην (ΣΗΜ: από την οικογένεια των Ποτουράντων) και ο Χατζή-Ηλίαν (ΣΗΜ: από
την οικογένεια των Αλεξανδράντων). Όλο πήγαιναν στο παζάρι για να μην
πληρώσουν, όλο έστριβαν. Ο κλέφτης είπε: «Πού θα πάνε; Μια μέρα ούτε θα
καταλάβετε ότι ήρθα στο χωριό και θα τους πιάσω».
Μια εορτή ημέρα ο κόσμος σχόλαζε από την εκκλησία,
έπαιρνε αντίδωρο και έφευγε. Η πόρτα όμως της εκκλησίας δεν ανοίγει. Φωνάζει ο
πατέρας μου από το Άγιο Βήμα και του λένε ότι είναι κλειδωμένη από έξω.
Η συγχωρεμένη η μάνα μου κοίταξε από την κλειδαρότρυπα
και βλέπει ότι έξω είναι ο Ισμαήλ αγάς και του φωνάζει: «Ισμαήλ, άνοιξε, μη μας
κάνεις έτσι».
Αυτός απαντάει: «Μάνα εσύ είσαι; Βγες έξω εσύ και πήγαινε
στο σπίτι να μαγειρέψεις».
Άρχισε να βγαίνει ο κόσμος και ο κλέφτης ρωτούσε ποιες
είναι οι γυναίκες του Τελπίζ και του Χατζή-Ηλία. Παίρνει τις δύο γυναίκες ο
πατέρας μου και πηγαίνει στον Ισμαήλ. Αυτός είχε αγριέψει πολύ γιατί τον
κορόιδευαν, σήμερα θα φέρουμε τα λεφτά, αύριο θα τα φέρουμε. Απειλεί ότι θα
σκοτώσει τις γυναίκες μέσα στην κάμαρή μας. Οι γυναίκες παρακαλάνε τον πατέρα
μου «γλίτωσέ μας παπά-Γιάννε».
Μπαίνει μπροστά στο όπλο ο πατέρας μου και του
λέει «σκότωσε εμένα πρώτα». Ο Ισμαήλ του λέει «για να σκοτώσω εσένα, πρώτα
πρέπει να σκοτώσω τον εαυτό μου». Ο πατέρας μου λέει στις γυναίκες να γυρίσουν
στο χωριό και να μαζέψουν όσα χρήματα μπορούν. Βρήκαν κάμποσα, τα έφεραν και
έτσι σταμάτησε το κακό.
Κάθε βδομάδα σ` εμάς ήτανε, έτρωγε, έπινε και
γλεντούσε. Μάζευε τα ονόματα από τα χωριά, πήγαινε, έπαιρνε τα λεφτά. Ήτανε
όμως και καλός, γιατί εις το χωρίο μας, την περιφέρειαν, όπου ήθελες πήγαινες.
Τα χρόνια ήτανε άσχημα, αλλά το όνομά του ήταν ξακουστό, Τόμογλου Ισμαήλ.
Αυτά γίνονται το 1916, είναι Ιούλιος και αυτή η μπόρα
πέρασε. Τώρα άρχισαν να έρχονται οι πρόσφυγες από την Τραπεζούντα, οι λεγόμενοι
Λαζοί (ΣΗΜ: είναι οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που ήρθαν δυτικά, μετά την
κατάρρευση του μετώπου στο Βατούμ). Έπεσε εκεί το μέτωπο και από εκείνη την
περιφέρεια όλους τους σήκωσαν και ήλθαν στα δικά μας τα μέρη. Η Ρωσία
προχωράει.
Από τον Ιούνιο ορισμένοι μεγάλοι άρχισαν να φεύγουν. Ο
Δήμαρχος της Νικοπόλεως ήταν του πατέρα μου φίλος. Μια μέρα του στέλνει είδηση
να κατέβει στη Νικόπολη. Με παίρνει μαζί του και κατεβαίνουμε στην πόλη. Εκεί ο
Δήμαρχος του είπε ότι θα φύγει και μας πήρε στο σπίτι του. Η αυλή του ήτανε
πέντε στρέμματα και γύρω γύρω ντουβάρι δύο μέτρα ψηλό. Όταν είδα την αυλή τα
μάτια μου θάμπωσαν. Σε όλο τον κόσμο ό,τι φρούτο ήθελες, όλα εκεί μέσα ήτανε.
Μπήκαμε στο σπίτι, μας έδειξε τι είχε και τι δεν είχε
μέσα. Βγήκαμε, κλείδωσε τις πόρτες και παρέδωσε τα κλειδιά στον πατέρα μου.
Είχε όμως και καμιά εικοσαριά μελίσσια και αυτά έπρεπε να τα πάρουμε στο χωριό,
γιατί μόνα τους δε μπορούσαμε να τα αφήσουμε. Έτσι αναγκαστικά, Ιούλιος μήνας,
ζέστα, πήραμε κάμποσα μουλάρια και τα φέραμε στο χωριό.
Ας έλθουμε πάλι στους πρόσφυγες που έρχονταν από την
Τραπεζούντα. Ορισμένοι δεν μας πείραζαν, αλλά όλοι περνούσαν μέσα από το κέντρο
του χωριού με τις αγελάδες τους, τα βόδια τους και ό,τι άλλο είχανε, στρώματα,
τροφές. Η πρώτη παρτίδα ήρθαν, πέρασαν, δεν μας πείραξαν. Οι τελευταίες παρτίδες
που ήρθανε έμειναν στις γιαϊλέδες μας, εικοσιπέντε λεπτά έξω από το χωριό.
Αυτοί μας κατέστρεψαν τα γεννήματα, τα τάισαν όλα, τα κατέστρεψαν όλα, άρχισαν
να κάνουν κακό, ούτε ζώα μας άφησαν ούτε τίποτα.
Τελευταία εγκαταλείψαμε το χωριό και πήγαμε σε ένα πυκνό
δάσος. Δεκαπέντε μέρες μέσα στο δάσος, παρακολουθούσαμε κάθε μέρα να ανοίγουν
τα σπίτια στο χωριό και να παίρνουν ό,τι βρίσκουν.
Αγανακτήσαμε και ο πατέρας μου λέει στον αδελφό μου τον
Αντώνη να πάρει το Σάββα και το Γιάνκο και να πάει να βρει τον Τόμογλη, να του
δώσει χαιρετίσματα και να του πει ότι μας τα πήραν όλα οι μουχατζίρηδες και
είμαστε κρυμμένοι μέσα στο δάσος.
Ο Τόμογλης αμέσως παίρνει τα παλικάρια του και ξεκινάει.
Μια ώρα μακριά από το χωριό μας έχουμε τις μάνδρες, με σπίτια φτιαγμένα. Ο
δρόμος για το λημέρι του Τόμογλη περνάει από εκείνα τα καλύβια. Όταν έφτασε
εκεί και είδε τους πρόσφυγες να μένουν στα καλύβια και να τα ξεγυμνώνουν,
άρχισε να τους πυροβολάει. Δώστου και δώστου, σκότωσε δεκαπέντε άτομα και οι υπόλοιποι
έγιναν άφαντοι.
Μετά, μαζί με τον αδελφό μου και τους άλλους δύο,
κατέβηκαν στο χωριό, ειδοποίησαν και κατεβήκαμε κι εμείς από το δάσος. Ο
Τόμογλης είπε αυτοί που τους πήραν τα ζώα, να πάνε μαζί του για να τα
ξαναπάρουν πίσω. Ο πατέρας μου του είπε «Ισμαήλ αγά, ό,τι έγινε έγινε. Εσύ
σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι, Να μην έρθουν πάλι και μας κάνουν κακό». Ο
Τόμογλης του είπε ότι κάνενας δεν πρέπει να φοβάται και ότι αυτός θα
προστατεύσει πάλι το χωριό.
Έτσι πήγαν αρκετοί μαζί του και άλλος πήρε είκοσι
κατσίκια, άλλος δέκα, άλλος πέντε και τα έφεραν στο χωριό. Μας έφερε κι εμάς
ένα άλογο, ένα γαϊδούρι και ένα όπλο. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να τα κρατήσει,
αλλά ο Τόμογλης του είπε να πει ότι αυτός του τα έδωσε και να μη φοβάται
κανέναν. Να έχει και το όπλο, γιατί τα χρόνια είναι άσχημα και αφού ο Αντώνης
είναι εδώ, όπου πηγαίνει να το παίρνει μαζί του.
Για τον Ταραλή τον Χατζίκαν που έγινε μουσαφίρης και
εβάπτισεν το μικρό τον αδελφό μου και ήταν στη διαχείριση του στρατού.
Όταν έγινε η σφαγή των Αρμεναίων το 1915, αυτός είχε
κρυμμένους είκοσι άτομα Αρμεναίους. Κάποιος Τούρκος τους ανακάλυψε και
ειδοποίησε την αρχή, λέγοντας «πώς τον έχετε αυτόν τον προδότη της πατρίδας στη
διαχείριση του στρατού;». Τον άρπαξαν άρον άρον και διέταξαν να πάει για κρεμάλα.
Αυτός γνώριζε έναν λοχαγό και του στέλνει είδηση «να σου
στείλω τριακόσιες λίρες να με γλιτώσεις». Ο λοχαγός του απαντάει ότι από αυτό
γλιτωμό δεν έχει και αν θέλει «να σου στείλω εγώ άλλες τριακόσιες λίρες να
βρεις τρόπο να ξεφύγεις».
Τον παίρνουν λοιπόν δύο χωροφύλακες να τον πάνε για
κρεμάλα. Οι εκτελέσεις γίνονταν στη Σεβάστεια, στη δική μας περιφέρεια. Από την
Κερασούντα για να έρθεις σ` εμάς, πρέπει να κάνεις τέσσερις μέρες με τα πόδια ή
με τα μουλάρια. Υπήρχαν τότε τα χάνια, όλη μέρα βάδιζαν και το βράδυ πλάγιαζαν.
Τα άτομα ήταν δεκαέξι, μαζί με τον αδελφόν, τα παιδιά
τους, οι γυναίκες τους, όλοι για κρέμασμα. Το τρίτο χάνι ήταν το δικό μας και
στο τέταρτο ήταν η αγχόνη. Στα δικά μας τα χάνια ο Τάραλης αγοράζει ένα αρνί
και το σφάζει, ούζο πολύ, τους ταΐζει, τους ποτίζει και τους μέθυσε. Οι
χωροφυλάκοι ναρκώθηκαν, έγιναν σαν πτώματα. Το πρωί που ξημέρωσε και συνήλθαν
οι χωροφύλακες, κοιτάζουν, κανένα άτομο δεν είναι από τα δεκαέξι. Όλοι έγιναν
άφαντοι.
Το χωριό από τα χάνια είναι είκοσι λεπτά. Ήλθαν νύχτα σ`
εμάς. Το πρωί η χωροφυλακή ρώτησαν «πού πήγαν αυτοί οι προδότες» και τους είπαν
«θα πήγαν στη Λίτζασα, στου παπά-Γιάννη».
Ήρθαν στο χωριό, πήραν τον πατέρα μου από το σπίτι τον
πήγαν επάνω στο μαχαλά. Τον ξάπλωσαν και τον έδειραν αλύπητα. Εγώ τότε ήμουν
δέκα χρονών, κλαίω, φωνάζω, τσιρίζω, όμως ο πατέρας μου δεν τους προδίδει. Μετά
έφεραν καρφιά να τον καρφώσουν όπως τον Ιησού Χριστό. Ο ένας είπε ας μην τον
τυραννάμε άλλο αυτόν τον ρουχάμη και τον αφήσανε. Το κορμί του όμως ήτανε όπως
η πίσσα. Τον πήγαμε στο σπίτι μας, σφάξαμε μια προβατίνα, βγάλαμε το δέρμα της,
το φορέσαμε στο σώμα του και τον πλαγιάσαμε στο κρεβάτι.
Όταν ειδοποιήθηκε η αστυνομία της Νικοπόλεως ήρθαν, αλλά
ήταν πια αργά, τον είδαν σ` αυτά τα χάλια και στενοχωρήθηκαν πολύ.
Αρχηγό οι χωροφύλακες που τυράννησαν τον πατέρα μου είχαν
τον αγάν Σαπρή-μπέη. Τους πήραν εκεί στο σπίτι μας και τους λέει «από πού
πήρατε διαταγή να έρθετε από άλλη περιφέρεια και να καταντήσετε σ` αυτά τα
χάλια το δικό μας τον παπά; Εμείς έναν παπά έχουμε στην περιφέρεια ξακουστό και
ήρθατε εσείς τα γαϊδούρια να τον τυραννήσετε;».
Τους σήκωσε στο πόδι ο Σαπρή-μπέης και τους έδωσε από
τέσσερα σκαμπίλια γερά και λέει: «Γονατίστε μπροστά στον παπά και φιλήστε τα
πόδια του να σας δώσει την ευχή του». Έτσι και έκαναν.
Αυτή η υπόθεση για να γίνει πέρασαν δύο μέρες. Ο αδελφός
μου ο Αντώνης δεν κοιμόταν καθόλου. Για να φευγατίζουμε αυτά τα δεκαέξι άτομα,
είχε έναν έμπιστο Τούρκο, πήγε τον βρήκε και του είπε να τους πάει μέχρι τα
ρωσικά σύνορα για να τους περάσει στη Ρωσία και τον πλήρωσαν είκοσι χρυσές
λίρες.
Εν τω μεταξύ οι χωροφύλακες είναι στο χωριό και τους
άλλους δυό που ήταν από την περιφέρεια της Κερασούντας τους έδιωξαν. Ο
Σαπρή-μπέης λέγει στη μάνα μου «πού θα πάνε, εγώ θα τους βρω». Η μάνα μου του
λέει «μακάρι να τους βρεις, ο Θεός βοηθός».
Την άλλη μέρα ο Σαπρή-μπέης πήρε τους χωροφυλάκους και
τράβηξε κοντά στα τόπια που ήξεραν ότι περνάνε για τη Ρωσία. Ο Τάραλης με τους
δικούς του κουραστήκανε και ο οδηγός τους είπε να καθίσουν λίγο να ξεκουραστούν.
Όμως ήταν νύχτα και είχε ομίχλη.
Ξύπνησαν και πήραν πάλι το δρόμο, αλλά όταν
χάραξε η μέρα είδαν ότι λείπει το ένα παιδί, δεκαοκτώ χρονών και το έλεγαν
Μήτρο. Ο οδηγός λέει στον πατέρα του παιδιού ότι πρέπει να γυρίσει πίσω για να
δει τι έγινε το παιδί και αυτός θα περάσει τους υπόλοιπους στη Ρωσία.
Το παιδί όμως το είχε βρει ο Σαπρή-μπέης και το έφερε το
βράδυ σ` εμάς. Εμείς το είδαμε και χτυπούσαν οι καρδιές μας σαν το ρολόγι. Κατέβηκαν
από τα άλογα, τα βάλαμε στο στάβλο. Οι χωροφύλακες έπιναν μέσα στην κάμαρη και
ο πατέρας μου λέγει στον Σαπρή-μπέη «το παιδί άστο να πάει με τα παιδιά μαζί».
Έρχεται ο πατέρας μου και ρωτάει το Μήτρο «μήπως τους
είπες τίποτα που σας φευγατίσαμε εμείς;». Το παιδί λέει: «όχι νουνέ, δεν
ετρελάθα, τίποτα δεν είπα».
Μετά τον πήγαν στη Νικόπολη και τον έβαλαν στη φυλακή.
Μετά από μια βδομάδα πήγε ένα άτομο κοντά στο παράθυρο της φυλακής και λέει:
«Ποιος είναι ο Δημήτριος Τάραλης; Αύριο τον έχουν για κρεμάλα».
Εκείνη τη νύχτα καταφέρνει να βγει από εκείνο το μικρό
παράθυρο και να φύγει. Μεσάνυχτα έφτασε σ` εμάς και χτυπάει το παράθυρο:
«Νουνέ, νουνέ, εγώ είμαι άνοιξε». Ανοίγουμε την πόρτα και βλέπουμε το Δημητρό.
Τους είπε πως ξέφυγε, αλλά τα ρούχα του ήταν κουρέλια, αυτός φορούσε
καινούργια. «Νουνέ, έτυχα τη νύχτα κάποιον
άγνωστο και τα έδωσα σε κείνον κι εγώ πήρα τα δικά του τα κουρελιασμένα για να
μη με γνωρίσουν». Έτσι τον παραδώσαμε στον πατέρα του ξανά και τον πήρε και
έφυγε εις τη Ρωσία.
Ο νέος ναός του Αγίου Γεωργίου στη Λίτζασα.
Το 1916 έγιναν οι εξορίες, Δεκέμβριο μήνα, από Κερασούντας
περιφέρεια, από την Ορτούν, από την Τρίπολην, από το Πουλαντζάκ. Από αυτές τις
περιφέρειες όλες εξορία.
Δυόμιση μέτρα χιόνι, υψηλά βουνά, κρύο. Με το
βούρδουλα συνέχεια να κατεβαίνει στα μούτρα, στο κεφάλι, όπου τύχαινε. Συνέχεια
τους χτυπούσαν και τους κορόιδευαν.
Τους έφερναν από τα δικά μας τα μέρη, τους βλέπαμε με τα
μάτια μας και τους πήγαιναν άλλους στο Νιξάριν (ΣΗΜ: Νεοκαισάρεια), άλλους στο
Τοχάτ (ΣΗΜ: Τοκάτη), άλλους στο Εντρεάσην (ΣΗΜ: Σούσεχρη). Μέχρι εκεί που τους
πηγαίνανε, φυσικά από τους εκατό οι τριανταπέντε έμνησκαν. Από αυτούς τους
πρόσφυγες ορισμένοι έφυγαν και έμειναν στα δικά μας τα χωριά.
Τώρα ήρθε η δική μας η σειρά, όμως οι δικοί μας οι
μεγάλοι οι Τούρκοι μας υποστήριξαν και δε μας εξόρισαν (ΣΗΜ: εννοεί το
Μουτεσαρίφη και άλλους προύχοντες της Νικοπόλεως). Αυτό το καλό μας έκαναν,
όπως ποιο το όφελος;
Το 1917 αρχινάει η πείνα. Πείνα όμως, μεγάλη πείνα.
Εξαρχής εγράψαμε ότι ζώα δε μας αφήσανε, σπόρους δε μας άφησαν, όλα τα πήρανε
οι πρόσφυγες της Τραπεζούντας. Όταν δεν έχεις σπόρον, δε σου αφήνουν ζώα, τι θα
γίνει; Θα γίνει η πείνα. Άρχισε να πεθαίνει ο κόσμος.
Εκείνος που βαστούσαν τα πόδια του, έπαιρνε μια κατσαρόλα
και ολίγον αλάτι και επάγενε εις το βουνόν και εμάζευε χόρτα, τα ζουμάτιζε
ολίγον και έριχνε ολίγον αλάτι και τα έτρωγε.
Όσον επάγενε επερίσσευε η πείνα.
Ο κόσμος άρχισε γάτες, σκυλιά, να μην αφήνει. Τα τρώγαν. Παλαιά τσαρούχε τα
έβαζαν εις τη φωτιά επάνω, εφούσκωναν και μετά εβαστούσαν με τα δύο χέρια, τα
έβαζαν στο στόμα τους και τα τραβούσανε. Τράβα και τράβα, εκείνο κόβεται,
σκληρό σαν ξύλο και εμείς όσο πάμε σε χειρότερον. Συνέχεια εξάντληση γίνεται.
Ήμασταν εννιά αδέλφια, τα τέσσερα ήμασταν κοντά εις τον
πατέρα μου και εις τη μάνα μου. Μια μέρα ο πατέρας μου απελπίστηκε και λέγει
εις τη μάνα μου «να πάρω τον Αλέξανδρον και να παγαίνω εις το Ασαρτζούχ. Εκεί
εκάθονται ένα τάγμα του στρατού, να παγαίνω εις τον αξιωματικόν να του γυρέψω
τροφές». (ΣΗΜ: όντως στο διπλανό ρωμαίικο χωριό Ασαρτζούχ, εκείνη την περίοδο
είχε την έδρα της μια στρατιωτική μονάδα μεταφορών και εφοδιασμού).
Επήγαμε εις το γραφείο του, ο πατέρας μου χτύπησε την
πόρτα, ύστερα από μέσα φώναξε «εμπρός», μπήκαμε μέσα. Είδε τον πατέρα μου,
εσηκώθηκε, τον καλωσόρισε: «Χος κελτίν παπάζ εφέντη. Πούγιουρουν, οτούρ».
Καθίσαμε, ρώτησε πώς περνάμε, του είπε ο πατέρας μου ότι πεινάμε, έξι άτομα.
Αυτόν τον έλεγαν Τζεμάλ-μπέη και κάθε δύο μέρες μας έδινε έξι κουραμάνες
καλαμποκίσιες.
Αυτόν τον Τζεμάλ-μπέη τον έκαναν μετά μετάθεση αλλού
μακριά. Εκοπήκανε και οι ελπίδες, όσο πάγει χειρότερα. Η εξάντληση περισσεύει. Ο
συγχωρεμένος ο πατέρας μου λέγει στη μάνα μου «εσύ κάτσε στο σπίτι μαζί με το
Γεώργιο και τη Φωτεινή κι εγώ ας πάρω τη Χριστιανήν και τον Αλέξανδρον και ας
παγαίνω εις την Νικόπολην, να βρω καναδυό οκάδες αλεύρι».
Από το χωριό μας εις την Νικόπολην είναι τρεις ώρες.
Εξεκινήσαμε εμείς οι τρεις από το χωριό και σιγά σιγά βαδίζουμε. Όταν εκάναμε
το μισό δρόμο, η καημένη η αδελφούλα μου πια άλλο δεν μπορεί να βαδίσει. Τώρα τι
θα κάνουμε; Ούτε εμπρός ούτε οπίσω τώρα.
Ο πατέρας μου λέγει: «Χριστιανή κορίτσι
μου, εσύ μείνε εδώ. Εγώ ας πάρω τον Αλέξανδρον και ας πάγω εις την Νικόπολην
και εις το γυρισμό σε παίρνουμε».
Εκείνη η καημένη είπε «καλά πατέρα», μια
σιγανή φωνή, μια κούκλα δεκαεπτάχρονη.
Εμένα με πήρε το παράπονο και άρχισα να
κλαίω, η καρδιά μου δεν άντεχε καθόλου.
Ο πατέρας μου είπε: «Μην κλαις παιδί
μου Αλέξανδρε, εις το γυρισμό θα την πάρουμε και θα πάμε στο σπίτι μας».
Επήγαμε εις την Νικόπολην, ετρέξαμε δεξιά και αριστερά,
μέχρι που βρήκαμε τρεις οκάδες αλεύρι. Γυρίσαμε και μέχρι να έλθουμε στην
αδελφούλα μου κοντά, ο ήλιος εβασίλεψε. Κοιτάζουμε, η καημένη η αδελφούλα μου
εις το Δημόσιο δίπλα εξαπλωμένη.
Καθίσαμε κοντά της και ο πατέρας μου λέγει:
«Κορίτσι μου, Χριστιανή, σου έφερα ψωμάκι να φας ολίγον».
Μια ψιλή φωνή βγήκε
από το στόμα της: «Πατέρα, δεν μπορώ να φάγω».
Μετά τη σηκώσαμε και την κρατούσαμε εγώ και ο πατέρας μου
από τις δύο μεριές και σιγά σιγά φτάσαμε εις το χωρίον, ώρα δώδεκα τα
μεσάνυχτα. Έστρωσε η μάνα μου η συγχωρεμένη το κρεβάτι και επλάγιασα.
Το πρωί ο πατέρας μου εσηκώθη να πάει εις την εκκλησίαν
να κάνει το εωθινόν και σηκώθηκα κι εγώ μαζί του. Είπε καναδυό τροπάρια και μία
θεία μου έρχεται και λέγει: «Η Χριστιανή επέθανε». Τι να κάνουμε; Η ζωή ολιγοστή ήτανε.
Εσχολάσαμε από την εκκλησίαν και μετά κάναμε την κηδείαν.
Το χωρίον μας ήτανε 120 οικογένειες και η κάθε οικογένεια
από 10-12 άτομα. Εγώ μικρός δέκα χρονών, κοιτάζω το χωριό όσο παγαίνει και
σβήνει, συνέχεια πεθαίνουν από την πείνα, εξάντληση μεγάλη. Δεν υπήρχε τίποτα,
ούτε σκυλιά έμειναν ούτε γάτες ούτε γαϊδούρια. Όμως αυτά όσοι τα έφαγαν
πέθαναν. Κανένας δεν έμεινε. Όλοι επεινούσαν όμως.
Ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος την εκκλησία δεν την άφηνε
και εγώ πάντοτε πάγαινα μαζί του. Άρχισε την λειτουργίαν και κάμποσα τροπάρια,
ήλθε η σειρά να λέγει το εωθινόν ευαγγέλιον. Δύο σειρές είπε και μετά έπεσε,
δεν άντεξε άλλο.
Εγώ κλαίγω, τσιρίζω και τρέχω εις τον ψάλτην Γεώργιον
Ταμουρίδην και του λέγω: «Πάσα-Γιωρίκα, ο πατέρας μου έπεσε». Τρέχει εις το
άγιον Βήμα και τον βοηθάω κι εγώ και τον παγαίνουμε εις το σπίτι.
Τον εβάλαμε εις το κρεβάτι, εξαντλημένος πλαγιάζει και η
μάνα μου λέγει να πάω στου Χατζή-Ηλία ή εις του Κυριάκου (ΣΗΜ: μάλλον εννοεί
τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, τον Χουπούτζ ή τον Κυριάκο Μεϊτενίδη, τον Κιοσκογέτα) και
να κοιτάξω αν έχουν να μου δώσουν ολίγο αλεύρι. Αυτοί ήτανε σαν πρωτοπόροι του
χωρίου, όμως σε κείνον τον καιρό ούτε πρωτοπόρος έμεινε ούτε κανένας. Όμως εξ
ανάγκης επήγα από τα δύο σπίτια και έφερα εκατό δράμια αλεύρι. Αυτό ήταν, οι
άνθρωποι μόλις τους είπα ότι ο πατέρας μου έπαθε αυτό κι εκείνο, έπεσε το
ευαγγέλιον που έλεγε, αυτοί οι άνθρωποι εδάκρυσαν και είπαν: «Θεέ και Κύριε, τι
κακόν επάθαμε».
Εκείνη την ημέρα ένας επάγαινε εις το παζάρι, τον έλεγαν
Σάββα. Παγαίνοντας εις το δρόμο ανταμώνει τον Τόμογλη το ληστή. Αυτόν του είχαν
δώσει αμνηστία και μετά έκανε ζωεμπόριον. Τα ζώα τα έπαιρνε από τη Νικόπολη και
τα κατέβαζε στην Κερασούντα και τα έστελνε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί ο Τόμογλης είπε στο Σάββα να δώσει χαιρετίσματα στον
παπά, αλλά ο Σάββας του λέγει το κακό που έπαθε. Τότε ο Τόμογλης του δίνει ένα
γράμμα να δώσει στον παπά.
Το βράδυ κατά τις εννιά, ήρθε ο Σάββας και λέει στον
πατέρα μου ότι έχει ένα γράμμα από τον Τόμογλη και τους λέει να πάρει την
οικογένειά του και να κατέβει στην Κερασούντα για να γλιτώσει.
Το Σοκάκ-μπασή της Κερασούντας.
Εμείς το πρωί αμέσως εξεκινήσαμε για την Κερασούντα και το
σπίτι το αφήσαμε εις τον Γεώργιον τον Ταμουρίδην όπως ήτανε, χωρίς να πάρουμε
τίποτα από μέσα.
Σε τρεις ημέρες κατεβήκαμε στην Κερασούντα και καθίσαμε σε
ένα σπίτι με ενοίκιον. Η Κερασούντα επειδή ήτανε Σκάλα και είχε μεγάλο
εμπόριον, γι` αυτό και δεν έγινε τόσο μεγάλη πείνα.
Ύστερα οι πλούσιοι της
Κερασούντος έκαναν ορφανοτροφείον (ΣΗΜ: εννοεί το νεόκτιστο Ημιγυμνάσιο
Κερασούντος, όπου οργανώθηκαν συσσίτια). Εκεί μέσα μάζευαν ορφανά και μικροί
και μεγάλοι. Σε κάθε κολατσιόν τους έδιναν από μια φέτα ψωμί και από ένα κοταλή
φαγί και με εκείνο ο κόσμος ζούσε.
Εμείς καθίσαμε ένα μήνα σ` αυτό το σπίτι. Μια μέρα γράφει
ο πατέρας μου ένα γράμμα και μου λέγει να το πάω να το δώσω στο Νεόφυτο, στο
σπίτι του (ΣΗΜ: εννοεί τον πρόκριτο Αριστοτέλη Νεοφύτου). Το πήρα και πήγα.
Εκεί το συνήθειον ήτανε εις την πόρτα είχανε ένα σχοινί και εκείνο όποτε το
τραβούσες, μέσα εις την πόρταν είχε ένα κουδούνι και χτυπούσε. Μετά άνοιγε η
πόρτα και έμπαινες μέσα.
Έδωσα το γράμμα, το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε και
μετά μου λέγει: «Παιδάκι μου, να το πας και να το δώσεις στον Ιορδάνην τον
Σουρμελήν» (ΣΗΜ: μεγαλέμπορος και πρόκριτος της Κερασούντας). Πήγα στο σπίτι
του Σουρμελή, κτύπησα την πόρτα, αλλά ο Ιορδάνης δεν ήτανε εκεί. Ήτανε μόνο δύο
νεαρές γυναίκες, από πάνω μέχρι κάτω ντυμένες όλα μεταξωτά. Άφησα το γράμμα
χωρίς να ξέρω τι έγραφε.
Μετά από δύο μέρες ανταμώνουμε εις το Σοχάχ-πασή τον
Ιωάννην Πασμαχτσή. Ήτανε γνωστός, εχαιρέτησε τον πατέρα μου και αρχίσανε την
κουβέντα. Μετά του λέγει: «Πάτερ παπα-Γιάννη, τι γράμμα ήτανε εκείνο που
έστειλες; Το διαβάσαμε και τέτοια συγκίνηση, όλοι εδάκρυσαν τα μάτια μας».
Μετά παρήγγειλαν εις το γραφείον η Επιτροπή και του
λέγουν να τον βάλουν εις το ορφανοτροφείο και ως ιερέα και ως διαχειριστή, για
να γλιτώσει η οικογένειά του. Έτσι μας έβαλαν εκεί μέσα και γλιτώσαμε.
Επεράσαμε καλά, το ορφανοτροφείο ήτανε εις το Σοχάχ-πασή, εις το κέντρον.
Το Ημιγυμνάσιον Κερασούντος.
Ένα πρωί έπαιζα εκεί εις το κέντρον, εις το Σοχάχ-πασήν,
του Αγίου Παύλου την ημέρα, κοιτάζω δύο νεαρούς ντυμένους στα καλά τα
κουστούμια τους και παγαίνουν προς το Σάι-τασή. Εγώ έπεσα κατόπιν τους και στα
χέρια τους βαστάνε από ένα πιστόλι και ένα δίστομο μαχαίρι.
Βγήκανε εις το Συνοικισμόν, εις το Σάι-τασή και μπαίνουν
εις την εκκλησίαν, την Αγία Τριάδα. Μόλις έντυναν το Δεσπότη και να βλέπεις
εκείνοι οι νεαροί να πυροβολούν μέσα εις την εκκλησίαν για να σκοτώσουν το
Δεσπότη (ΣΗΜ: ήταν ο Μητροπολίτης Χαλδίας και Κερασούντος, Λαυρέντιος
Παπαδόπουλος - Χαριτάντης και ο λόγος της απόπειρας ήταν η διχόνοια που είχε
προκύψει για το μέλλον του Πόντου).
Μετά ο κόσμος ανακατεύτηκε, έγιναν κουβάρια, αμέσως
ειδοποίησαν την αρχή. Έρχεται ο Δήμαρχος, τότε ήταν ο Τοπάλ Οσμάνης, τους
συμμάζεψε και τους πήγε εις το κρατητήριον. Αυτός ελέγονταν Σάββας Κιρτηνλής.
Μετά ο Δεσπότης έφυγε, δεν κάθισε άλλο στην Κερασούντα.
Όταν έφευγε, ο Τοπάλ Οσμάν επήγε και τον αποχαιρέτισε επάνω εις το πλοίον και ο
Δεσπότης του ευχήθηκε. Αυτό έγινε το 1919.
Η Κερασούντα ήτανε δύο κόμματα. Ο Μαυρίδης (ΣΗΜ: ο Μιχαήλ
Μαυρίδης, μεγαλοκτηματίας και εξαγωγέας φουντουκιών) ήτανε αντίθετος εις τον
Δεσπότην και ο Χατζή-Πάνος (ΣΗΜ: ο Χατζή-Παναγιώτης Συμεωνίδης, με εργοστάσιο
βυρσοδεψίας) ήτανε υπέρ του Δεσπότη.
Μια μέρα ο Χατζη-Πάνος λέγει στον πατέρα μου: «Πάτερ
παπά-Γιάννη, έλα να σε βάζω αντιπρόσωπον του Δεσπότη». Ο πατέρας μου του λέγει:
«Εγώ είμαι ξένος παπάς, δεν ανακατεύομαι σε τέτοια».
Ο Μητροπολίτης Χαλδίας και Κερασούντος,
Λαυρέντιος Παπαδόπουλος - Χαριτάντης.
Το 1920 έρχεται ένα θωρηκτόν, του Αγίου Παύλου την ημέρα (ΣΗΜ:
εδώ μπερδεύει τις ημερομηνίες ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης. Ήταν 23 Απριλίου 1919,
του Αγίου Γεωργίου, όταν το αντιτορπιλικό «Βέλος» έφτασε στην Κερασούντα) και
βγαίνουνε εις την Κερασούντα τρεις αξιωματικοί Έλληνες και παγαίνουν εις την
εκκλησίαν.
Μόλις σχόλασε, οι παπάδες ντυμένοι με τα ιερά, με τα
εξαπτέρυγα και οι Έλληνες όλοι μαζί, κάνουν παρέλαση, γυρίζουν όλη την πόλη,
ζήτω, ζήτωω, ζήτωωω, κραυγάζουν άλλοι από τα μπαλκόνια, άλλοι από τους δρόμους,
χειροκροτήματα, φωνές, πράγματα και θαύματα, θα χαλάσει ο κόσμος, χαρά και
αγαλλίαση.
Όταν τελείωσε η παρέλαση ήρθαν στο ορφανοτροφείο. Αυτό
ήταν ένα μεγάλο σχολείο που το έκαναν οι Έλληνες καινούργιο. Όποιος το έβλεπε
έλεγε, μονοκόμματο είναι.
Όταν ήρθαν εις το σχολείον, ο πατέρας μου ήταν όρθιος εις
τις σκαλωσιές. Μετά τους καλωσόρισε, τους ευλόγησε και λέγει: «Κύριε
Ταγματάρχα, δεν κάνετε καλά».
Αυτός λέγει στον πατέρα μου: «Μη φοβάσθε, σε δεκαπέντε
ημέρες θα ήμαστε εδώ».
Ο πατέρας μου απαντάει: «Τον ερχομό σας δεν πιστεύω, όμως
από αυτηνούς τη σφαγή μας περιμένω», δηλαδή από τους Τούρκους.
Ο Ταγματάρχης πάλι είπε να μη φοβόμαστε, μπήκε στο σχολείο,
ανέβηκε στον τρίτο όροφο και κρέμασε μια ελληνική σημαία τεσσάρων μέτρων και
μια του ερυθρού σταυρού δύο μέτρων, δίπλα δίπλα.
Το απόγευμα το θωρηκτόν έφυγε, όμως από την ώρα που είχε
έλθει, ο Τοπάλ Οσμάν πήρε τη δωδεκάρα του (ΣΗΜ: το δωδεκαμελές συμβούλιο) και
βγήκε στο ύψωμα Σάι-τασή και από εκεί πάνω παρακολουθούσε με τα κιάλια. Εν τω
μεταξύ άφησε και μέσα στην πόλη άτομα για να παρακολουθούν ποιός ανακατεύεται
παραπάνω.
Όταν κατέβηκε από το Σάι-τασή ήρθε κατευθείαν στο σχολείο.
Αμέσως κατέβασε τη σημαία και την τσαλαπάτησε, την έκανε κουρέλι και την πέταξε
στα σκουπίδια.
Εμείς δεν καθίσαμε άλλο στο ορφανοτροφείο για να μη
δώσουμε στόχο. Βγήκαμε και πήγαμε στο σπίτι ενός δικηγόρου, Παναγιώτης
ονομαζόμενος (ΣΗΜ: εννοεί τον Παναγιώτη Ερμείδη).
Εγώ μικρός ήμουνα πολύ ζωηρός και ο πατέρας μου όπου
πάγαινε με έπαιρνε μαζί του. Εγώ δεν καθόμουνα ήσυχος, όπου ήταν μονάχος
επάγαινα.
Μια μέρα πήγα εις το Σοχάχ-πασή, εκεί σε ένα φούρνο και
ακουμπούσα στον πάγκο. Μέσα ήταν ο φούρναρης και ένας άλλος και έλεγαν ότι
«συνεδριάζουν κρυφά, ας το πουν ελεύθερα, ή ταν ή επί τας, ή εκείνοι ή εμείς».
Εγώ παιδί, δεν ήξερα από αυτή την κουβέντα. Πήγα σπίτι
και τα είπα στον πατέρα μου και μου λέγει: «Ο Τοπάλ Οσμάν συνεδριάζει μαζί με
τη δωδεκάρα πώς θα μας εξοντώσουν και δε μπορούν να αποφασίσουν. Ο Τοπάλ Οσμάν
τους λέει να πάρουν αυτοί την απόφαση κι αυτός ξέρει πώς θα μας εξοντώσει».
Αυτός ο κτηνάνθρωπος ο Τοπάλ Οσμάν, τόσον πολύ
εμισούσε τους Έλληνες. Ήθελε να μας εξοντώσει καλά καλά. Εάν είχε μεγάλη
εξουσία, ούτε μια ψυχή θα άφηνε.
Ο Φεριντίν-ζαντέ Οσμάν (Τοπάλ Οσμάν).
Όσο πάγει χειροτερεύει η κατάσταση και μίαν ημέρα βάζει
τον κλητήραν και φωνάζει όποιος θέλει να έλθει να γραφτεί στους εθελοντές
τσετέδες. Εν τω μεταξύ εμείς στη Νικόπολη Δεσπότη δεν είχαμε. Μέσα στους
πολέμους πέθανε και δεν μας είχαν στείλει Δεσπότη (ΣΗΜ: ήταν ο Μητροπολίτης
Κολωνίας και Νικοπόλεως, Σωφρόνιος Νηστόπουλος, που πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου
1917).
Όταν ήρθε το θωρηκτό και έφυγε, μετά ένα μήνα μας
έστειλαν Δεσπότη (ΣΗΜ: ήταν ο από Σεβαστείας, Γερβάσιος Σουμελίδης, από τη
Βαρενού της Αργυρούπολης). Βγήκε εις την Κερασούντα και εκάθισε μία εβδομάδα.
Ξεκινήσαμε ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης ο δικηγόρος κι εγώ
ο Αλέξανδρος, να πάμε να τον καλωσορίσουμε. Ήτανε σε ένα ξενοδοχείον κάτω στην
ακρογιαλιά. Βγήκαμε επάνω στο ξενοδοχείο, τον καλωσορίσαμε και αρχίσανε να
συζητάνε.
Ο Δεσπότης λέγει: «Όσοι είναι από την περιφέρεια
Νικοπόλεως, όλοι να γυρίσουν οπίσω εις τα χωριά τους».
Πολύς κόσμος ήτανε εις την Κερασούντα από τα δικά μας τα
μέρη, επειδή έγινε η πείνα οι περισσότεροι πέθαναν και εσκόρπισαν εδώ κι εκεί.
Ο πατέρας μου λέγει στο Δεσπότη: «Εγώ οπίσω δεν πάγω.
Αλλά να κάνεις ένα καλό, κοίταξε της οικογένειάς μου τα ναύλα και στείλε με εις
την Κωνσταντινούπολην. Βλέπεις τα πράγματα δεν πάγουν καλά».
Ο Δεσπότης ήθελε όμως να τον κρατήσει μαζί του και έτσι
τον υποχρέωσε τον πατέρα μου να ξεκινήσουμε για τη Νικόπολη.
Εν τω μεταξύ ο δικηγόρος ο Παναγιώτης λέγει του πατέρα
μου «πάτερ καλά του μίλησες. Είσαι έξυπνος και εγώ το καταλαβαίνω ότι τα
πράγματα δεν παγαίνουν καλά. Πάτερ παπά-Γιάννη, εγώ έχω κάμποσα αλατσάκια εις
το Κεσάπην (ΣΗΜ: εννοεί την κωμόπολη Κασσιόπη – Κεσάπ), ας πάγω να τα μαζέψω».
Ο πατέρας μου του λέγει: «Ετρελάθηκες; Που θα πας με
αυτήν την κατάσταση; Δεν βλέπεις; Σαν μια κότα αξία δεν έχουμε».
–«Όχι, πάτερ. Μια στιγμή να πάγω με τη βάρκα και μέχρι το
μεσημέρι εδώ είμαι».
Επήγε, ούτε το μεσημέρι εφάνηκε ούτε το βράδυ εφάνηκε
ούτε και την άλλη ημέρα. Είχε δύο ανέψια, λεβέντηδες, πάγουν, έρχονται,
συνέχεια ρωτάνε τον πατέρα μου «πάτερ δεν ήρθε ο θείος μου;».
Μετά μια εβδομάδα μάθαμε το κακό. Εκεί που τον πάγαιναν,
μέσα εις την βάρκαν, τον εκάνανε κομμάτια και τον έβαλαν σε ένα τσουβάλι και
τον έριξαν εις την θάλασσαν. Μετά έσφαξαν και τον ιατρόν (ΣΗΜ: εννοεί το γιατρό
Θωμαΐδη).
Κάθε ημέρα ο Τοπάλ Οσμάν βάζει τον κλητήραν και
φωνάζει όποιος θέλει να γίνει εθελοντής τσετές, να έλθει να γραφτεί. Βλέπεις
από τα χωριά κοπάδια κοπάδια έρχονται και γράφονται. Βλέπεις όσο παγαίνει, το
κακό περισσεύει.
Ο Μητροπολίτης Κολωνίας και Νικοπόλεως,
Γερβάσιος Σουμελίδης.
Τώρα ετοιμαζόμεθα να φύγουμε, όμως η διαδρομή είναι
φοβερά επικίνδυνη. Ο πατέρας μου λέγει στη μάνα μου «πρέπει να βρω τον Τόμογλη,
αλλιώς πού θα πάμε με αυτήν την κατάσταση; Θα μας σφάξουν εις το δρόμον
παγαίνοντας».
Με παίρνει ο πατέρας μου και από το Σοχάχ-πασή πηγαίνουμε
προς το Γενή-ολη (ΣΗΜ: εννοεί το Γενή-γιόλ, τον καινούργιο δρόμο, προέκταση του
κεντρικού Σοκάκ-μπασή).
Βλέπει ο πατέρας μου να έρχεται προς τα κάτω ο Τόμογλης,
καβάλα στο άλογο. Αμέσως πήγε, τον χαιρέτησε και κράτησε το άλογο από το
κεφάλι, από τα χαλινά.
Από δεξιά κι αριστερά οι πολιτσμάνοι του κοιτάζουν και
λένε ο ένας στον άλλον «αυτός ο παπάς από πού κι ως πού μ` αυτήν την τόλμη
παγαίνει και βαστάει του αλόγου τα χαλινά;».
Ο πατέρας μου του λέει «φεύγω για την πατρίδα και θέλω να
μου δώσετε μια βέζικα, να μη μας πειράξουν στο δρόμο». Αμέσως φώναξε έναν
πολιτσμάνο από απέναντι, του έδωσε μια βέζικα και τον έστειλε στον Οσμάν αγά να
την υπογράψει. Πήγε στον Τοπάλ Οσμάνην, την υπέγραψε και ο Τόμογλης την έδωσε
στον πατέρα μου λέγοντας: «Μ` αυτό να πας στην πατρίδα σου και μη φοβάσαι
καθόλου».
Την άλλη μέρα πιάσαμε έναν αγωγιάτη με τρία μουλάρια και
ξεκινήσαμε. Όταν βγήκαμε μια ώρα έξω από την Κερασούντα, οι δρόμοι γεμάτο
τσετέδες, από τα μάτια τους αίμα τρέχει και όλο μας αγριοκοιτάζουνε, αλλά
κουβέντα δεν μας λέγουν αφού έχουμε τη βέζικα στο χέρι. Όμως απορούσαν, πώς του
έδωσαν τη βέζικα και παγαίνει ελεύθερα. Μετά αναμεταξύ τους έλεγαν «φαίνεται οι
αγάδες είναι φίλοι του».
Έτσι σε τρεις μέρες επήγαμε στην πατρίδα μας, εις την
Νικόπολην, εις το χωρίον Λίτζασα. Μετά οι χωριανοί ήλθαν, μας καλωσόρισαν,
έκαναν παρακάθι μέχρι τα μεσάνυχτα, τους εκάναμε τραπέζι, έφαγαν, ήπιαν και η
ώρα μία τα μεσάνυχτα έφυγαν ο καθένας επήγαν για ύπνον. Τώρα βαδίζουμε 1920.
Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα.
Με το 1920, όταν πήγαμε στην πατρίδα, μετά από ένα μήνα
ακούγωμε ότι ήλθε ο Ταραλής ο Χατζίκας με είκοσι παλικάρια από τη Ρωσίαν, με
μία βάρκα και βγήκε εις την Κερασούνταν για να σκοτώσει τον Τοπάλ Οσμάνην.
Ναι όμως το χαφιαλίκι σταματάει; Τον προδώσαν. Ο Τοπάλ
Οσμάν παίρνει καμιά τριανταριά τσετέδες και παγαίνει σ` εκείνο το σπίτι που
ήτανε κρυμμένοι. Το περικυκλώνουν και αρχινάνε πυρ. Ήτανε βράδυ, σκοτάδι, οι
άλλοι εφύλαγαν από έξω, όμως ήτανε ανώφελον. Τους σκοτώνουν όλους και τον
Ταραλή τον δένουν σε ένα μουλάρι από πίσω, εις την ουράν και τρεις ημέρες τον
γύριζαν μέσα στην πόλη σέρνοντας το μουλάρι.
Μετά μία εβδομάδα, εγώ και ο πατέρας μου κοιτάζουμε, μια
βραδιά σκοτάδι, μόλις γνώριζες αν είναι άνθρωπος, κοιτάζουμε έξι άτομα και ο
ένας φωνάζει «κουμπάρε παπά-Γιάννη, εγώ είμαι, ο Κυριάκος, του Ταραλή ο
αδελφός».
Τους πήγαμε μέσα, μας ιστορίζει πώς ήλθαν και τους
πρόδωσαν και επιάστηκαν εις τον πόλεμον, όμως γλίτωσαν μόνο έξι άτομα και αυτός
ήτανε τραυματίας εις το δεξί το πόδιν, εις τον μηρόν. Έφαγαν και τους πήγαμε σε
ένα απόκεντρο σπίτι, σε μιας χήρας πολύ πτωχής, για να μην υποψιάζονται
κανένας, γιατί σ` εμάς κάθε ημέρα αστυνόμοι χωροφυλάκοι. Εγώ κουβαλούσα το φαγί
τους κάθε ημέρα εκεί εις το σπίτι. Μια εβδομάδα αυτό γίνονταν.
Μετά ο πατέρας μου πήγε εις την Μητρόπολην και λέγει ότι
αυτοί που ήλθαν εις την Κερασούντα και έκαναν το επεισόδιον, έξι άτομα
εγλίτωσαν και ήλθαν σε μένα και τους έχω μία εβδομάδα. Να βρούμε έναν τρόπο και
να τους στείλουμε πάλι οπίσω εις την Ρωσίαν, ειδεμή άμα τους ανακαλύψουν τα
έχουμε χαμένα.
Βρήκαμε έναν έμπιστον Τούρκον και τους εστείλαμε πάλιν
εις την Ρωσία.
Εμείς εις την Νικόπολην καλά ήμεθα, όμως εις την
Κερασούντα η σφαγή και σκοτωμός συνεχίζει και άμα ακούγουμε ήμεθα
τρομοκρατημένοι.
Το 1921 ήλθε εις την Νικόπολην (ΣΗΜ: εννοεί τον Τοπάλ
Οσμάν) για να πάγει να βάλει σφαγήν εις τους Κύρτηδες, όμως λέγει σε ορισμένους
δικούς μας «τώρα να πάγω να καθαρίσω αυτηνούς και μετά, την άλλην φοράν, να
κοιτάξω με εσάς λογαριασμόν».
Οι Κύρτηδες (ΣΗΜ: οι Κούρδοι) ήτανε σε δύο περιφέρειες,
εις το Τζήτι και εις το Τερσίμη. Εις το Τζήτι που ήτανε, τους καθάρισε όλους.
Το Τερσίμη δεν μπόρεσε, γιατί εκ φύσεως είναι φρουρημένον, έχει μία πόρτα και
δε μπόρεσε να μπει μέσα.
Εις το Τζίτη που τους εξόντωσε, άρπαξαν περιουσίες.
Έφεραν εις το χωρίον μας πεντακόσια αγελάδες και μας λέγουν «αυτά να τα
φυλάγετε μέχρι να γυρίσει ο Οσμάν αγάς». Τι να κάνουμε; Θέλεις δε θέλεις, να τα
φυλάξεις κάθε μέρα. Με τη σειρά τα φύλαγαν. Επάγαιναν από δύο άτομα από κάθε
σπίτι. Μετά έναν μήνα, ήλθαν και τα πήρανε.
Η σφαγή εσυνέχιζε εις την Κερασούντα, από πέντε – δέκα
κάθε ημέρα. Όμως πώς τους έσφαζε; Με την τυράνιαν. Ογδόντα κορίτσια τα γύμνωσε
και τα γύριζε εις τα τούρκικα χωρία και τους κορόιδευαν, τι τους έφτιαναν δεν λέγονται.
Το 1921-1922 πάλιν έγιναν εξορίες από τον Γοζλού,
Ζονγκουλδάκ, από την Πάλιαν, από Γαρασουήν. Όσοι ήτανε στρατιώτες τους έπαιρναν
εις το Στρατόν και τους άλλους έφτιαναν εξορία εις το Σινώπην, εις το Τοχάτην
και εις το Τιγιαρπεκίρη.
Σαράντα ημερών τους έκαναν καλπασμόν, πείνα, δίψα,
τυράνια. Τους γιομόζαν σε χάνι μέσα, τους έπιασε δυσεντερία και δεν τους
επέτρεπαν να κάνουν την ανάγκη τους και εκατουρούσαν απάνω τους.
Είχα τέσσερα αδέλφια εις την Γοζλού, τους δύο τους πήραν
στρατιώτες, το μικρότερο τον έκαναν εξορία εις το Τιγιαρπακίρη και ο ένας ήταν
κρυμμένος μέσα στα υπόγεια. Τελευταία πέθανε τριανταπέντε χρονών. Εις τα
υπόγεια από κάτω, ζωή γίνεται; Βέβαια θα πεθάνει. Αυτά όλα έγιναν από το 1921
μέχρι το 1922 για να εξοντώσουν τον ελληνισμό.
Πάμε ξανά στον Τοπάλ Οσμάνην, τη δεύτερη φορά που ήλθε
εις την Νικόπολην για να εξοντώσει κι εμάς.
Εν τω μεταξύ οι τσετέδες σκορπίσαν εις τα χωρία νύχτα,
σκοτώνουν, αρπάζουν περιουσίες. Εις το δικό μας το χωρίο, πριν να έλθουν, οι
άνδρες μόνο μαζευτήκαν σε ένα σπίτι και συνεδρίαζαν να φύγουμε ή να κάτσουμε.
Ορισμένοι έλεγαν αν γλιτώσουμε με τα λεφτά, να μη φύγουμε.
Εμάθαμε ότι σε ένα άλλο χωριό, μισή ώρα από το δικό μας,
που το έλεγαν Καταχώρι, ήλθαν οι τσετέδες. Τώρα οι δικοί μας στέλνουν δύο καλά
παλικάρια σ` αυτό το χωριό για να μάθουν αν με τα λεφτά μπορούμε να γλιτώσουμε,
αν όχι να εγκαταλείψουμε το χωριό και να φύγουμε. Ήλθαν τα παλικάρια και είπαν
ότι με τα λεφτά συμβιβάζονται και έτσι άρχισαν να μαζεύουν λεφτά τώρα.
Ορισμένοι λέγουν στον πατέρα μου ότι «και με τα λεφτά να συμβιβάζονται, εμείς
δεν καθόμεθα. Ας φύγουμε εις τα βουνά. Ας δώσουμε σε σένα τα λεφτά και άμα
έρχονται οι τσετέδες να τους τα δώσεις. Εμείς ας πάμε από τα σπίτια μας να
πάρωμε από ένα ψωμί και να φύγωμε».
Όμως αυτοί μόλις βγήκαν από το σπίτι, το χωρίο κυκλωμένο
από τους τσετέδες. Ακούγονται οι φωνές από παντού «ταβραμά, ταβραμά» (ΣΗΜ:
ακίνητοι). Τους μάζεψαν όλους και τους επήγαν στην εκκλησία μέσα.
Μετά από μισή ώρα εξημέρωσε, μπήκαν σ` εκείνο το σπίτι που
ήμασταν ορισμένοι και άρχισαν να δέρνουν, να σπρώχνουν τον έναν εδώ, τον άλλον
εκεί. Ένας ήταν υψηλός, λέγει στον πατέρα μου «εσύ μην πας κάτω εις το μαχαλά».
Τους άλλους τους μαζέψανε και τους έβαλαν στη φυλακή.
Αυτόν τον έλεγαν Ουζούν Σερίφ, όμως ήταν και ένας άλλος που τον έλεγαν Ομέρ
(ΣΗΜ: πρέπει να ήταν ο αρχιτσέτης Σεπετέ-ζαντέ Ομέρ). Αυτός ο κερατάς λέγει
«όχι, ας πάγει και ο παπάς εκεί κάτω στους άλλους». Ο πατέρας μου πήγε, τι θα
έκανε;
Έκοψαν ένα κριάρι για να τους ταΐσουν, ήλθαν και εφώναξαν
τη μάνα μου για να μαγειρέψει τα φαγητά τους. Η μάνα μου ήταν η καλύτερη
μαγείρισσα. Επήγα κι εγώ μαζί με τη μάνα μου στο σπίτι του παρέδρου. Όσους
άνδρες μάζεψαν εκεί, τους είχαν σε μια κάμαρη κλειδωμένους.
Αυτοί όμως γυρεύουν έναν Θεόδωρον, τον έλεγαν Κουκουλιόζ.
Αυτός όμως δεν ήταν από το χωριό μας. Είχαμε όμως κι εμείς έναν Θόδωρον. Αυτοί
«Τότορος, Τότορος», περιλαβαίνουν αυτόν το δικό μας, ξύλο και ξύλο, συνέχεια
δάρσιμο αλύπητο. Οι άλλοι που ήταν τριάντα άτομα, σ` εκείνη την κάμαρη είχε δύο
πόρτες, μια εξώπορτα και μια από μέσα. Η από μέσα πόρτα συνδεόταν με το στάβλο.
Όταν τον έδερναν αλύπητα, εφώναζε, ετσίριζε και έλεγε
«ποπα-Γιάννε γλίτωσέ με». Αφού τριάντα άτομα ακούν και βλέπουν και κανένας από
το φόβο τους δεν λέει κουβέντα, τελευταία ο πατέρας μου εκτύπησε την πόρταν και
του άνοιξαν.
Εγονάτισε μπροστά του και του λέγει: «Ταγήρ εφέντη, τι
θέλετε από εμάς; Πέστε το». Αυτός εστενοχωρέθηκε που γονάτισε μπροστά του και
είπε στον πατέρα μου ότι αυτό δεν έπρεπε να το κάνει. Μετά του λέγει «παπάζ
εφέντη, να μου φέρετε διακόσιες λίρες και θα σας αφήσουμε».
Ο πατέρας μου του
λέει «αυτό είναι εύκολο, μόνο να αφήσεις κάμποσα άτομα ελεύθερα για να πάγουν
να μαζέψουν από το χωριό, από σπίτι σε σπίτι».
Άφησε τρία άτομα ελεύθερα, ο καθένας έπιασε από έναν
μαχαλά, γύρισαν όλο το χωριό και εμάζεψαν 190 λίρες και τις έδωσαν στον πατέρα
μου. Φώναξε τον Ταγήρ εφέντη και μέτρησε μία μία τις λίρες, 190, άλλες δεν
βρήκαν.
Συμφώνησαν να φύγουν, αλλά εκείνον το Θεόδωρο που
έδερναν, θα τον πάρουν κι εκείνον μαζί τους. Έκαναν όλοι καβάλα εις τα αλόγατα
κι εκείνον τον ανέβασαν σε μουλάρι για να τον πάρουν μαζί τους και να τον
σκοτώσουν. Μόλις ξεκίνησαν αυτός ο καημένος κλαίγει και φωνάζει «ποπά-Γιάννε
γλίτωσέ με, θα με σκοτώσουν».
Ξεκίνησαν να φύγουν, τα παιδιά του και η γυναίκα του
κλαίγουν, φωνάζουν, τσιρίζουν και παγαίνουν κατόπιν. Παγαίνει και ο πάρεδρος
του χωριού μαζί τους, ο πατέρας μου, εγώ ο Αλέξανδρος και ο Παπαδόπουλος ο
Κυριάκος. Κατόπιν παγαίνουμε δέκα είκοσι μέτρα πιο αλάργα.
Τον πάρεδρο συνέχεια του λέγουν: «Γύρισε οπίσω, θα
μετανιώσεις». Εκείνος όμως τσιμουδιά δεν βγάζει, σκυμμένο το κεφάλι και συνέχεια
βαδίζει. Γυρίζει ένας άλλος υπαρχηγός και βλέπει κι εμείς από κατόπιν
παγαίνουμε και μας λέει: «Πού πάτε; Θα φάτε τα κεφάλια σας κι εσείς».
Στα χάνια που είχαμε στο δημόσιο δρόμο, βγαίνουν τρεις
καβαλαραίοι από μια κούρβα απότομα. Ήτανε αγγελιοφόροι, κάτι τους είπαν, ήταν
δικοί τους άνθρωποι και αμέσως αφήνουν τους δικούς μας και φεύγουν.
Όταν ήλθε ο Τοπάλ Οσμάνης στη Νικόπολη, ο δικός μας ο
Νομάρχης (ΣΗΜ: ήταν ο μουτεσαρίφης – έπαρχος της Νικοπόλεως, Ριφάτ μπέης) είχε
κάτι υπηρεσίες εις την Σεβάστειαν και δεν ήξερε ότι ήλθε εις την Νικόπολην και
σκοτώνει και ρημάζει.
Κάποιος του τηλεφωνάγει ότι ήλθε ο Τοπάλ Οσμάν και
σκοτώνει, ρημάζει, σφάζει.
Αμέσως ο δικός μας ο Νομάρχης στέλνει τελεσίγραφον
εις τον Κεμάλ Ατατούρκ και λέγει «με ποιό δικαίωμα να έλθει ο Τοπάλ Οσμάν εις
τη δικιά μου περιφέρεια να κάνει κακουργήματα; Εγώ είμαι ικανός, τους δικούς
μου τους χριστιανούς ό,τι θέλω τους κάνω, άλλος κανένας δεν είναι άξιος».
Αμέσως ήρθε τηλεγράφημα από τον Κεμάλ Ατατούρκ εις τον
Τοπάλ Οσμάν «γρήγορα να φύγεις από τη Νικόπολη και να έλθεις εις την Άγκυραν».
Όταν επήγε εις την Άγκυρα, ο Κεμάλ Ατατούρκ τον έβαλε να
σκοτώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Ναζή μπέη (ΣΗΜ: ήταν ο Αλή Σουκρή
μπέης, βουλευτής Τραπεζούντας και επικεφαλής της αντιπολίτευσης στην
Εθνοσυνέλευση). Όμως γιατί τον σκότωσε; Επειδή αυτός δεν ήθελε την ανταλλαγή,
μας αγαπούσε πολύ. Γι` αυτό ο Κεμάλ δεν τον χώνευε και έβαλε τον Τοπάλ Οσμάν να
τον σκοτώσει.
Αυτός τον σκότωσε και μετά πήρε μυρωδιά και ήθελε να το
σκάσει. Παγαίνει σε έναν παπά και του είπε να τον κρύψει. Ο παπάς τον έβαλε σε
ένα ερείπιο σπίτι και του είπε να κρυφτεί εκεί και θα του φέρει φαγητό.
Τον
πήραν όμως μυρωδιά, επήγαν και τον εκύκλωσαν και τον σκότωσαν και εφώναζαν «το
σκυλί εψόφησε» (ΣΗΜ: στις 2 Απριλίου 1923).
Τον ψόφο του τον έφεραν εις την Κερασούντα και τον
παραχώσαν. Την άλλη μέρα παγαίνουν εις το μνήμα του οι συγγενείς του και
βλέπουν κάποιος πήγε και έχεσε εις το μνήμα του επάνω. Όμως αυτός που το έκανε
ήτανε Τούρκος, όχι Έλληνας.
Μήπως όλοι οι Τούρκοι τον αγαπούσαν; Δεν τον
αγαπούσαν, αλλά τι να έκαναν, ήταν δικτάτορας.
Ήτανε ένας Χακ μπέης, ελληνόφιλος. Αυτός έβαζε
ανθρώπους δικούς του εφύλαγαν καρτέρι γι` αυτούς και εκεί που πάγαιναν καβάλα
εις το άλογον πάνω τους σκότωναν.
Ο Τοπάλ Οσμάν μαζί με τσέτες του, στη δεύτερη επιδρομή του στη Νικόπολη.
Το χωρίον μας ήταν σύνορον μαζί με της Κερασούντος τα
χωρία και έτσι υποφέραμε πολύ. Κάθε εβδομάδα ερχότανε εις το χωρίον μας
τσετέδες και έφτιαναν κακό και μετά άρπαζαν ό,τι έβρισκαν και έφευγαν.
Αφού συζητήθηκε η ανταλλαγή, πάλι ερχόταν εις τα χωριά
μας και εγύρευαν ανυπότακτους. Το ζόρι τους ήταν για να πάρουνε λεφτά, να μας
λεηλατήσουν καλά καλά, να μη μας αφήσουν τίποτα.
Το 1922 προς 1923, Δεκέμβριο μήνα, των Χριστουγέννων,
εκύκλωσαν την εκκλησία για να μας χαλάσουν τη λειτουργία και τη θρησκεία. Όλο
τυραννίες, λεηλασίες, αυτά εγίνονταν.
Πόσες φορές είπανε στον πατέρα μου «παπάζ εφέντη, δώσε
μας αυτό το παιδί εμάς». Ο πατέρας μου τους έλεγε «τζάνουμ, πώς θα σας δώσω το
παιδί μου εσάς; Αυτό πρώτα πρώτα δεν επιτρέπεται, είναι αηδία».
Το 1924 έγινε καλά καλά η ανταλλαγή. Εκατεβήκαμε εις την
Κερασούντα, εκαθίσαμε τρεις μήνες εκεί και μετά ήρθε το «Αρχιπέλαγος» το πλοίον
και ανεβήκαμε και ήλθαμε.
Βγήκαμε εις την Θεσσαλονίκην, εις το Καράπουρνη.
Εκαθίσαμε ένα μήνα στα αντίσκηνα από κάτω. Μετά από εκεί μας πήγανε εις το
Χαρμάνκιοϊ, πάλιν εις τα αντίσκηνα από κάτω.
Ο πατήρ Ιωάννης Ουρεϊλίδης.
Ο πρώτος σταυρός στο μνήμα του παπά-Γιάννη,
στα Κασσιτερά Ροδόπης.
Το μνήμα του Αλέξανδρου Ουρεϊλίδη, γιού του παπά-Γιάννη
και συγγραφέα των απομνημονευμάτων, στις Σάπες Ροδόπης.
Το μνήμα του Χρήστου Ουρεϊλίδη, επίσης γιού του παπά-Γιάννη,
στο Άλωρο Αριδαίας.
Ας εν` ελαφρύν το χώμα των κεκοιμημένων Ουρεηλάντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου