Νικόπολις - Γαράσαρη - Sebinkarahisar - Susehri.

Σας κάνουν ..κλικ; Καλώς ήρθατε!

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Η κληρονομιά μου...


   Αυτή είναι η μόνη κληρονομιά που μου άφησε ο πατέρας μου. Ένας γνήσιος Νικοπολίτης, από μια απλή αγροτική οικογένεια προσφύγων στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας. Ένας από τους Έλληνες "ένστολους" που, έχοντας δυό γιούς να μεγαλώσει και να μορφώσει, το μόνο όχημα που απέκτησε σε όλη τη ζωή του ήταν ένα ...ποδήλατο.
   Η αφιέρωση είναι γραμμένη στο πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που αγόρασε για μένα, «Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913». Ήμουν μόλις 6,5 ετών και πήγαινα στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. 
   Έτσι μου έδειξε το "δρόμο"... Η πορεία είχε ήδη προδιαγραφεί…

   (Κλείνουν σήμερα επτά χρόνια από τότε που "έφυγε" ο Γαρασαρώτας...)

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ιμπραχίμ, ο γιός του Ηρακλή - (Απόσπασμα από το 10ο κεφάλαιο)


   Γονάτισε μπροστά στην Παναγία και μίλησε μαζί της για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε, πήγε στην κολώνα δίπλα στην πόρτα και έβγαλε το μικρό του μολύβι. Τήρησε κι αυτός τη συνήθεια όλων των χωριανών που φεύγουνε στα ξένα, ν` αφήνουνε το ίχνος τους μέσα στην εκκλησιά, να είναι κι αυτοί παρόντες σε κάθε λειτουργιά, σε κάθε γιορτή, σε κάθε γάμο, βάπτιση και σε κάθε κηδεία. Να το βλέπουν κι οι δικοί τους, για νά`χουν συντροφιά.
«Ηρακλής Πετρίδης. Τρίτη 10 Ιουνίου 1914».

   Κατηφόρισε στο σπίτι. Ο πατέρας του στην αυλή, τον περιμένει. Η Ευδοκία φέρνει έναν μικρό μπόγο μ` αλλαξιές, πίτες, τσορέκια και νερό για το δρόμο.
Ο πάππος του ο Μανουήλ πάλι εκεί, στη σκάλα. Σκύβει, πιάνει το χέρι του, το φιλά και το ακουμπά στο μέτωπό του. Εκείνος με τ` άλλο χέρι, του χαϊδεύει το κεφάλι. «Ο Θεόν εντάμα σ` να έν`, πουλί μ`».

   Αγκαλιάζει τη μάνα του. Του φιλάει τα μάτια και τα στήθια της τρέμουν.
Ο κύρης του παίρνει την κατηφόρα και του κάνει νόημα να βγούνε στη δημοσιά.
Βαριά τα βήματα του Ηρακλή. Γυρνάει μια τελευταία φορά και κοιτάει στο σπίτι. Ο πάππος έφυγε μέσα. Η Ευδοκία με τα χέρια στα πόδια της, κολλημένα στη φοτά της, κοιτάει με βλέμμα κενό, σαν χαμένη.
   Στρέφει την πλάτη στη μάνα του και κατεβαίνει το σοκάκι. Η φωνή της χαμηλή, αλλά εκεινού του σκίζουν την ψυχή τα σπαραχτικά τραγωδίας:
«Οοοοφ! Ανάθεμά τα τα μακρά, που `κί πάει η λαλίαν,
σκοτείνεψαν τα μάτοπα μ`, ασήν αρωθυμίαν.
Κι αναθεμά σε ξενιτιά κι εσέν και τα παρά`ες,
οοοφ, για τ`εσέν χωρίσανε παιδία και μανά`ες».