Νικόπολις - Γαράσαρη - Sebinkarahisar - Susehri.

Σας κάνουν ..κλικ; Καλώς ήρθατε!

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Έξοδος…


Τετάρτη, 25 Ιουνίου του 1924.

Τρείς το μεσημέρι και οι τελευταίοι Γαρασαρέτες ξεκινούν για την Κερασούντα.
Αφήνουν πίσω τους τα σπίτια μας, τις εκκλησιές μας, τα χωριά μας, τα ταφία μας.
Αφήνουν και μωρά και κόρες και γυναίκες, που τις πήραν με τη βία οι Τρουκ’.
Αφήνουν την πατρίδαν εμούν.
Επειδή άλλοι το αποφάσισαν…

 Το αίμα μας ακόμα είναι ζωντανό εκεί.
Η μνήμη είναι ανέσβηγος.
Και η Νικόπολις σφραγίδα ανεξίτηλη στο μπράτσο,
δερματόστικτη σπονδή στων προγόνων μας τους τάφους,
μαζί με την ημερομηνία που μας κάνει να ξαναγυρνάμε εκεί.
25 Ιουνίου 1924...

Η Έξοδος της Νικοπόλεως

Μετά την κατάρρευσιν του Μικρασιατικού μετώπου και την πανωλεθρίαν του ελληνικού στρατού το έτος 1922, νέφη πυκνά προμηνύοντα θύελλαν ήρχισαν να αναφαίνωνται εις τον ορίζοντα.
Οι Τούρκοι ανεθάρρησαν, η δε ζωή των ομογενών καθίστατο ημέρα τη ημέρα επισφαλής. Αι διαδόσεις ωργίαζον και ουδείς εγνώριζεν εάν θα επιζήση την επομένην.
Η τοιαύτη αβεβαία κατάστασις διήρκησε μέχρι της ημέρας, καθ’ ην υπεγράφη η συνθήκη της Λωζάνης «Περί ανταλλαγής των πληθυσμών» την 30ην Ιανουαρίου 1923.
Μετά την κοινοποίησιν ταύτης εις τας τουρκικάς αρχάς κατεστρώθη παρ’ αυτών το σχέδιον της εφαρμογής της.
Η περί ανταλλαγής των πληθυσμών διαταγή καθυστέρησε να κοινοποιηθεί εις τους ομογενείς της πόλεως, εν τούτοις ούτοι διησθάνθησαν ότι πλησιάζουσιν αι τελευταίαι ημέραι του εκπατρισμού των.

…………………..

Μετά παρέλευσιν μηνών τινων χωροφύλακες και στρατιώται διεσκορπίσθησαν εις τα χωρία και επ’ απειλή τουφεκισμού διέταξαν τους κατοίκους να εξέλθωσι των οικιών των συναποκομίζοντες ό,τι έκαστος ηδύνατο να μεταφέρη διά των ζώων των (εάν είχον) ή διά της ράχεώς των.
Θρήνος, κλαθμός και οδυρμός ηκούετο εις τα χωρία. Γέροντες, άνδρες και γυναίκες, μεσήλικες και παιδιά, εφορτώνοντο ό,τι ηδύνατο έκαστος, άλλοι στρώματα, άλλοι οικιακά σκεύη, οι θεοσεβέστεροι εικόνας των αγίων, οι περισσότεροι τρόφιμα και αφού συνεκεντρώνοντο εις την πλατείαν του χωρίου, ήρχιζε η πένθιμος πορεία υπό συνοδείαν τζανταρμάδων προς τους λιμένας της Μαύρης Θαλάσσης διά να επιβιβασθώσι δίκην ανδραπόδων εις ατμόπλοια και μεταφερθώσιν εις την Ελλάδα.

………………….

Εκ τούτων μερικοί καθ’ ομάδας και κατά μικρά διαλείμματα υπό την προστασίαν εμπίστων Τούρκων ανεχώρησαν εις Κερασούντα, επηκολούθησαν κατόπιν δύο διοργανωμέναι αποστολαί, η πρώτη εξ 150 και η τελευταία εξ 950 άτομα, η οποία την 12/25 Ιουνίου 1924, ημέρα Τετάρτην και ώραν 3ην μ.μ., αφού εφόρτωσαν τας αποσκευάς των και τα εκκλησιαστικά κειμήλια εις 400 ζώα, συνοδεία 6 τζανταρμάδων εξεκίνησαν και υπό κατακλυσμιαίας βροχάς μετά 5θήμερον πορείαν έφθασαν εις Κερασούντα.

…………………..

Επηκολούθησαν τρεις αποστολαί, η μεν πρώτη εξ 120 ατόμων έφυγαν με το Λόϋδ Τριεστίνο επί πληρωμή, η δευτέρα επραγματοποιήθη με το ατμόπλοιον Ιωάννης δωρεάν, η δε τελευταία και η μεγαλυτέρα έφυγαν εκ Κερασούντος την 15ην Αυγούστου 1924 με το ατμόπλοιον Αρχιπέλαγος δέκα χιλιάδων τόννων επίσης δωρεάν και διά Κωνσταντινουπόλεως εντός εξ ημερών έφθασαν εις τον λιμέναν της Θεσσαλονίκης.

………………….

Εδώ κλείει μία θλιβερά ιστορία του ακραιφνούς εκείνου ελληνικού πληθυσμού της Επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως, ο οποίος καθ’ όλην την μακραίωνα δουλείαν του έθνους, διετήρησεν αλώβητον την εθνικότητά του, την θρησκείαν, την γλώσσαν, τον χριστιανικόν πολιτισμόν και ο πάντοτε υπερήφανος, πάντοτε ορμητικός και ακατάβλητος λαός της Νικοπόλεως υπέκυψε τελευταίως εις το μοιραίον και την βίαν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς ηναγκάσθη να εγκαταλείψη εστίας και βωμούς των προγόνων, εκκλησίας και σχολεία, τεραστίας περιουσίας, δημιουργηθείσας διά μέσου των αιώνων και να ζητήση καταφύγιον εις μίαν γωνίαν της φιλοξένου και πτωχής Ελλάδος διά να ξαναρχίση την νέαν του ζωήν.

Εις επισφράγισμα του ως άνω μεγάλου δράματος παραθέτομεν την κάτωθι επωδόν την συνταχθείσαν υπό του κ. Παντελή Φουρνιάδη.

Έκλαιεν η μάνα κι εμοιρολόγενεν
έκλαιεν κι ο πατέρας κι έλεγεν:
"ντό κακόν εποίκαμεν
και σ’ άγρε τα τόπε ερούξαμεν";

Σην γαλέν απάν εγόνεψεν το πουλίν
κι ετέρεσεν σ’ άλλ’ το ρασίν
κι ας το 'κι είδεν τον Αγιώρ
ερώτεσεν το ταβώρ:
"Μερ εν' ο Αγιώρτς κι η Παναγία
μερ είν’ τα καντήλας και τα κερία
έσβησαν όλια κι επέμναν τα θηρία
για να ερέζνε τα τρυπία".

-Υιέ μ’ γιάμ ενέσπαλες τα ταφία
μερ κείνταν τη πάποσις τα κορμία;
-Μάνα νε τα ταφία ενέσπαλα, νε τα εκκλησίας
μανάχον μη στεναχωρεύκεσαι, τέρεν την δουλεία’ς.
Θ’ άρτε καιρός και τ’ άχτε μ’ θα πέρατα
ας εκείν τ’ αφορισμένα τα κέρατα
και θα ελέπνεν απές σ’ εκκλησίας
τα εικόνας και τα δάκρε της Παναγίας.

Έφυγαν οι Ρωμαίγ' ασήν Τουρκίαν
κι είπαν την Τούρκ'ς αρ έσετ' υ'είαν
ατό τ’ εποίκετε το κακόν
'κί θ’ εβγόντζα’ς σο καλόν.


ΣΗΜ.: Απόσπασμα από την «Ιστορία και Λαογραφία εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως», Καβάλα 1964.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου