Ιμπραχίμ, ο γιός του Ηρακλή
Εκδόσεις Ινφογνώμων – ISBN: 978-960-8362-70-3 – σελ. 400
(Απόσπασμα από το 63ο κεφάλαιο):
Μεσάνυχτα Κυριακής, 28 Ιουνίου 1915. Αύριο ξημερώνει των αγίων Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου. Η νύχτα είναι αφέγγαρη. Απόλυτη ησυχία. Έχουνε βαρεθεί οι Τουρκάντ` να τους χτυπάν νυχτιάτικα. Ξέρουν ότι δεν θα αντέξουνε πολύ. Σε λίγες μέρες το κάστρο θα πέσει.
Χωρίστηκαν σε οκτώ ομάδες. Κοντά στα εκατό τουφέκια η καθεμιά. Δάκρυα, αγκαλιές και αναφιλητά. Χωρίζουνε μάνες με τ` αγόρια τους, άντρες απ` τις γυναίκες, οι αδερφοί αφήνουνε τις αδερφές και πατεράδες τα παιδιά τους. Πώς το αντέχει ο Θεός όλο αυτό;
Τους κλαίνε ήδη ζωντανούς αυτούς που φεύγουνε. Βλέπουν κι αυτοί εικόνες άγριες, με τα θηρία το πρωί να πέφτουν πάνω στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Δεν το χωράει ο νους αυτό που γίνεται. Κηδεία πριν τον θάνατο.
Σπαράζει του Καραμπέτ η μάνα και δεν τον αφήνει από πάνω της. Σκοτώσανε τον άντρα της και τώρα χάνει και το γιό της. Δεν γίνεται να το αντέξει. Τον σφίγγει στην αγκαλιά της και τον παρακαλά. «Πάρε μαζί και τη Ζαμπέλ αγόρι μου. Να μην την μαγαρίσουνε εδώ».
«Πώς να το κάνω μάνα αυτό; Εμείς θα πολεμήσουμε. Και αν γλιτώσουμε θα τρέχουμε πάνω στα βουνά. Που να την πάω τη Ζαμπέλ; Εδώ θα έρθει ο στρατός. Δεν θα σας κάνουν τίποτα. Γυναίκες και παιδιά θα είστε μόνο».
«Τζάνουμ, θα μας χαλάσουνε. Άκου εμένα τι σου λέω. Ψυχή αθώα είναι η αδερφούλα σου. Πάρ` την και αν σας πιάσουνε, εσύ να τη σκοτώσεις. Να μην την πιάσουν ζωντανή».
Κοντεύει να τρελαθεί ο Καραμπέτ. Πώς να το κάνει αυτό που του ζητάει;
Φωνάζουνε από μπροστά, αυτός είναι στη δεύτερη ομάδα. Πρέπει να ξεκινήσουνε.
Πέφτει στα γόνατα η μάνα του και του κρατά τα πόδια. Κλαίει, μα δάκρυα δεν βγαίνουνε, έχουν στερέψει τώρα. Σφιχτά κρατά το χέρι του και η Ζαμπέλ. Τρέμει μέσα στη χούφτα του. Δεν γίνεται να την αφήσει πίσω.
«Σήκω μάνα. Εντάξει, θα την πάρω».
Τον αγκαλιάζει και τον γεμίζει με φιλιά. Τους δίνει την ευχή της. Βγάζει και το σταυρό και τον περνά κι αυτόν στην κόρη της. Δένει σφιχτά στον κόρφο της και το πουγκί με όσες λίρες πρόλαβε να πάρει. «Μαζί του κόρη μου, από κοντά. Να μην τον χάσεις απ` τα μάτια σου τον Γαραμπέτ».
Τραβάει τη μικρή να προχωρήσουνε ο αδερφός της. Δεν πρέπει να τους καταλάβουνε οι άλλοι. Δεν θα αφήσουν να την πάρει. Αρκεί να βγούνε απ` τον καλέ. Μετά δεν έχει επιστροφή.
Ανοίγουνε την πύλη. Βγαίνουν οι πρώτες δυό ομάδες. Δύο παλιά σοκάκια θα κατέβουνε. Το ένα απ` τη μητρόπολη προς το Σεϊράν-Τεπέ και τ` άλλο από τον Ταξιάρχη στο ίδιο μέρος. Σε πέντε λεπτά θ` ακολουθήσουνε και άλλες δυό ομάδες. Ύστερα οι τελευταίες τέσσερις. Όπου τους καταλάβουνε, να τους χτυπήσουνε όλοι μαζί και νά`βρουνε διέξοδο να φύγουν. Χωρίς φωνές, χωρίς μιλήματα. Σαν τα φαντάσματα να προχωράν.
Περνάνε απ` τα καμένα. Τους μπούκωσε η μυρωδιά και τσούζουνε τα μάτια. Ακόμα έχουν κάρβουνα τα χαλάσματα. Περνάνε το μαχαλά τους. Μπαίνουν στ` αποκαΐδια του πάνω Σεϊράν-Τεπέ. Εδώ θα έρθουνε κι οι άλλοι.
Κάποιος σαν να ακούμπησε σε τοίχο γκρεμισμένο. Πέφτουνε πέτρες κι ένα τρανό δοκάρι. Ακούγονται φωνές.
«Ποιός είναι αδά;»
«Χασάν», φωνάζει ένας.
«Ποιός Χασάν;»
Τίποτα. Βήματα πλησιάζουν. Ανάβει ένα δαδί. «Κιοπέκογλου κιοπέκ. Κιαβούούούρ». Πέφτει μια τουφεκιά, μένει στον τόπο ο Οχανές.
Τραβάει πιο μέσα τη Ζαμπέλ ο Καραμπέτ. Αρχίζουν τώρα από παντού να ρίχνουν τα τουφέκια. Χαλασμός. Ούτε καταλαβαίνανε πού έριχναν. Έρχονται κι οι άλλες δυό ομάδες. Βάζουνε τώρα όλοι μαζί. Πήραν να σταματάνε οι άλλοι απέναντι. Πρέπει να ξάπλωσαν καμπόσους.
Τρέχουνε άλλα δυό στενά. Κοντεύουνε να φτάσουν στους Ρωμιούς. Πάλι τους ρίχνουνε και τώρα απ` όλες τις μεριές. Πέφτουν στα γόνατα και απαντάνε. Έρχονται τρέχοντας από πάνω κι οι υπόλοιποι. Φωνές, φουσέκια, μπόμπες και ουρλιαχτά. Ανέβηκαν από την κόλαση όλοι οι σατανάδες στη Γαράσαρη απόψε. Αρχίζουν να ρίχνουνε μπόμπες και οι Τούρκοι. Πέφτουν κορμιά κομματιασμένα.
Τρέχει προς τα πίσω ο Καραμπέτ, μπαίνει σ` ένα σοκάκι και κατεβαίνει προς τη ρωμαίικη Σχολή. Περνάει τον παλιό τσεσμέ και στρίβει προς τα κάτω. Εδώ είναι το σπίτι του Γιτζάκογλου. Είναι απ` τα λίγα οσπίτια του Σεϊράν-Τεπέ που γλίτωσαν απ` τη φωτιά. Αυτό είναι, το βρήκε.
Σκοτάδια παντού. Όλα κλειστά. Χτυπά με τη γροθιά το θύριν. Τίποτα. Καμιά απόκριση. Ξαναχτυπά πιο δυνατά. «Γιάννε. Γιάννε. Εγώ είμαι ο Γαραμπέτ».
Σαν να του φάνηκε πως είδε μια σκιά από μέσα. Ξαναχτυπάει και προσεύχεται. Να βάλει μέσα τη Ζαμπέλ για να γλιτώσει. Από παντού ακούει βογγητά και τουφεκιές. Περνάνε κι άλλοι τώρα από εδώ. Τρέχουνε να γλιτώσουν. Τους πήρανε χαπάρι οι Τουρκάντ` και πέσαν τώρα όλοι απάνω τους. Ας σώσει το κιφάλι του όποιος μπορεί.
https://www.facebook.com/Ibrahim.son.of.Hercules
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου