Ιμπραχίμ, ο γιός του Ηρακλή
Εκδόσεις Ινφογνώμων – ISBN: 978-960-8362-70-3 – σελ. 400
(Απόσπασμα από το 7ο κεφάλαιο):
Πέρασε απ` τα μαγαζία τ` Ασαρτζούγου. Τα νοίκιαζε η κοινότητα σε άλλους, αλλά ήταν τόπος συνάντησης των χωριανών όταν κατέβαιναν στο παζάρι.
Ακόμα ήταν νωρίς, το παζάρι βούιζε και έτσι, βρήκε μόνο τον ποπά τον Άνθιμο. Από το σόι των Στεφανάντων ήτανε, ποπάς αυτός, ποπάς ο κύρης του, ποπάς κι ο πάππος του. Για τ` ατό αλλάξαν τ` όνομα και τό`καναν Παπάζογλου, Παπαδόπουλος. Ήταν και δάσκαλος ο ποπ-Άνθιμος στο Ασαρτζούχ και είχε κατεβεί για την πληρωμή του απ` τη Μητρόπολη.
Έκατσε μαζί του και τού`πε τα καθέκαστα.
«Καλό δρόμο να έχεις παιδί μου. Η Παναΐα κι ο Χριστόν να σε φυλάνε».
Ήταν διαβασμένος καλά κι ο ποπάς τους. Τα ήξερε τα γράμματα από τα Κοτύωρα, την Ορτού. Ποτέ του όμως δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρώτα ποπάς και μετά δάσκαλος. Πιο πολύ για την πίστη τους έλεγε και ύστερα όλα τ` άλλα.
Έτσι και τώρα με τον Ηρακλή. Ρούφηξε δυό γουλιές από το τσάι του, ξανάπιασε το κομποσχοίνι κι άρχισε να μετρά τους κόμπους.
«Εκεί που θα πας να προσέχεις γιέ μου. Πολύ άπιστος έγινε ο κόσμος. Ση Ρουσία, σην Πόλιν και ση Ρούμελη και ση Μολδόβα και σ` όλη τη μαυροθάλασσα, τ`εμέτερον την πίστην έχουνε. Και εκκλησιές και ποπάδες και δεσποτάδες καλούς έχουνε. Άμα σην Αμερικήν… `Κί ξέρω. Καλά λόγια δεν ήκουσα. Όλες οι φυλές του Ισραήλ εκεί μαζεύτηκαν. Οβριοί, Αλαμανοί, Εγγλέζοι και Φραντζέζοι, Σπανιόλοι, Ιταλιάνοι. Λουλούδια και ξεράγκαθα μαζί. Εμείς δεν ήμαστε έτσι. Να το θυμάσαι αυτό. Ο Θεόν τη Γαράσαρην την έχει στην καρδιά του. Εμείς κρατήσαμε την πίστην του Χριστού και σώσαμε κι άλλους απ` τον Σεϊτάνην».
Τα είχε ακούσει κι άλλες φορές από τον ποπ-Άνθιμο ο Ηρακλής, αλλά σήμερα τα ήθελε η ψυχή του. Τον κοιτούσε στα μάτια και ρουφούσε τα λόγια του. Όλη την ιστορία μπροστά του την ξετύλιγε και τη χώνευε για τα καλά.
Στον Πόντο πρωτοκήρυξαν ο απόστολος Πέτρος και ο απόστολος Ανδρέας. Αυτοί έφεραν το λόγο του Θεού στον τόπο τους. Νικοπολίτισσα ήταν η Αγία Ισιδώρα. Νικοπολίτες και οι Σαρανταπέντε Μάρτυρες. Στρατιώτες στη λεγεώνα του Λυσία, ομολόγησαν πίστη στο Χριστό και βασανίστηκαν άγρια στο κάστρο. Τους έκοψαν κομμάτια και τους έριξαν στον Λύκο ποταμό. Άξιοι στρατιώτες της πίστης και άξια παιδιά της Νικόπολης. Στη μνήμη τους έχτισε και μοναστήρι μεγάλο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός.
Δικός τους είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Ησυχαστής. Παιδί του άρχοντα Εγκρατίου και της Ευφημίας, έγινε καλόγερος και έχτισε το μοναστήρι της Παναγιάς στο Καγιά-τιπι, τον πέμπτο αιώνα μετά το Χριστό. Αυτό το μοναστήρι που έχουνε και τώρα και δοξάζουνε τη Θεοτόκο. Το ρήμαξαν οι βάρβαροι που πέρασαν, αλλά αξιώθηκαν να το ξαναχτίσουνε με τον Ιωαννίκιο το Θωμαΐδη από τη Χάχαβλα και να το καμαρώνουν τώρα οι Ρωμιοί, να το ζηλεύουν οι Αρμεναίοι και οι μωαμεθανοί.
Με κλειστά μάτια συνέχισε να μιλάει ο ποπάς ο Άνθιμος. Σαν να εξιστορούσε στο Θεό τα όσα έκανε η Νικόπολη γι` αυτόν. Σαν να ζητούσε την πρόνοιά του την παντοτινή, για τα παιδιά του που έμειναν πιστά σ` αυτόν και στο Χριστό.
«Εμείς σώσαμε την Ορθοδοξία, όταν την απειλούσε ο Άρειος το 376. Όλοι σχεδόν οι επίσκοποι πίστεψαν σ` αυτόν και έγιναν αιρετικοί. Κι όταν έστειλαν και σ` εμάς επίσκοπο τον Φρόντωνα, ο λαός ξεσηκώθηκε. Έφυγαν από τις εκκλησιές και έκαναν τη λειτουργία τους έξω στα χωράφια. Λαός και ιερείς μαζί, κράτησαν την πίστη μας, μέχρι να καταλάβουν κι οι άλλοι το λάθος τους και να διώξουν τους αιρετικούς.
Μας τίμησε και ο Μέγας Βασίλειος, ο τρανός ιεράρχης. Έγραψε την προς Νικοπολίτας επιστολήν και έλεγε: «Τέκνα ομολογητών και τέκνα μαρτύρων εστέ των μέχρις αίματος αντικαταστάντων προς την αμαρτίαν».
Και μετά, του είπε κάτι για πρώτη φορά.
Για τους Παυλικιανούς και την αίρεσή τους είχε ξανακούσει ο Ηρακλής. Για διακόσια χρόνια ήταν σε πόλεμο σκληρό με την Ορθοδοξία. Κι εκεί στη Γαράσαρη έγιναν μεγάλες μάχες. Είχαν συμμαχήσει και με τους Αρμένηδες και με τους Άραβες και χτυπούσαν το ρωμαίικο το κράτος.
Αυτό όμως που του είπε τώρα ο ποπάς, ξεσήκωσε το μέσα του.
«Αυτοί οι Μανιχαίοι ήθελαν να το ρημάξουνε το ρωμαίικο βασίλειο. Ήταν όμως θέλημα Θεού και ένας νέος βρήκε πάνω στο όρος τον αρχηγό τους το Σέργιο και τον εσκότωσε με το τσεκούρι. Το παλικάρι αυτό το λέγανε Τζανίων και είχε πατρίδα το Καστέλλο της Νικόπολης. Απ` το χωριό μας ήταν Ηρακλή. Γι` αυτό μετά, όταν ήρθανε οι Τουρκάντ` το είπανε Χισαρτζούκ, δηλαδή μικρό κάστρο και έμεινε σ` εμάς Ασαρτζούχ».
«Αυτά τα γράφουν τα βιβλία πάτερ;»
«Ναι παιδί μου. Τα γράφουνε τα παλιά κιτάπια, τα ρωμαίικα».
«Κι αυτό το παλικάρι το λέγανε Τζανίων και είχε το καστρόγλι του στο Ασαρτζούχ; Δηλαδή εμείς οι Τζανάντ` ασ` ατουνού το σόιν έχουμε την ρίζαν εμούν;»
«Το πιο πολύ, αυτή πρέπ` νά`ναι η αλήθεια. Γι` αυτό σε λέω Ηρακλή. Να μην ξεχάσεις εκεί που θα πας την πατρίδα και την πίστη σου. Όσα κι αν δεις καινούργια πράγματα, όσα κι αν ακούσεις θάματα και ταξίματα, να ξέρεις ότι είσαι Ρωμαίος ασήν Νικόπολιν και την πίστη σου να την κρατάς γερά».
Φίλησε το χέρι του ποπά, άφησε δυό γρόσια χαϊρλίδικα για τα τσάγια, καβάλησε το άτιν`ατ και κίνησε για το χωριό. Γερή ευχή του έδωσε ο ποπ-Άνθιμος με την ιστορία του. Τριγύριζε στο μυαλό του και φούσκωνε τα στήθια του.
Έτσι ένιωθε κι όταν ο πάππος του ο Ηλίας, ο δάσκαλον, της μάνας του Ευδοκίας ο κύρην, του έλεγε τις δικές του ιστορίες για τα περασμένα.
«Όλοι περάσανε απ` τη Γαράσαρη, Ηράκλη. Άραβες και Μογγόλοι, Πέρσες και Αρμένηδες, ο Τζιγκίς ο χάν και ο Τιμούρ-ολάν, Μανιχαίοι και Κιζιλμπάσηδες, Τζεπνήδες, Κούρτοι κι Απταλήδες. Η Νικόπολη όμως κρατούσε γερά, με τα ρωμαίικα τα παλικάρια. Έβλεπαν το κάστρο πάνω στο βουνό και θάμαζαν οι αλλομερίτες. Μαυρόκαστρον το είπανε μετά, Καρά Χισάρ. Απ` εκεί έμεινε να το λέμε κι εμείς Γαράσαρη. Απ` το Καράχισαρ».
Σε όλους τους πολέμους της Ρωμανίας έμπαιναν μπροστά οι τραντέλλενες της Νικοπόλεως. Στην Πόλη οι βασιλιάδες ήξεραν ότι απέναντι σε όλους τους εχθρούς, βαστάει γερά το φουσάτο των Νικοπολιτών, το Τάγμα των Κολωνειατών.
Εδώ μάζεψε τις στρατιές του για να πάει στο Ματζιγκέρτ ο καημένος ο αφέντης τους, ο Ρωμανός ο Διογένης. Εκεί που τον επρόδωσαν οι ίδιοι οι δικοί του οι στρατηγοί.
Εδώ, έξω από την πόλη, μάζευε όλο το φουσάτο ο Νικοπολίτης στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος. Ο νικητής στη Σικελία και στη Ρούμελη, το λιοντάρι της Ρωμανίας. Αυτός που κατέβαζε αυτοκράτορες κι έβαζε άλλους στη θέση τους. Κι όταν οι άλλοι στρατηγοί του έλεγαν να γίνει αυτός βασιλιάς, αρνιόταν κι έλεγε ότι θέλει στον κάμπο της Νικόπολης να πεθάνει κι όχι στα πορφύρια και στα χρυσάφια της Πόλης.
Απορούσε ο Ηρακλής με όσα έλεγε ο παππούς του. Τόσοι γενναίοι στρατηγοί, τόσοι μεγάλοι βασιλιάδες, «πώς έγινε και πέσαμε στους μωαμεθανούς να μας κυβερνάνε;»
«Μας έφαγε η ζήλια παιδί μου. Οι Ρωμιοί μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου. Έτσι μαράζωσε το κράτος, έτσι ήρθανε του Πάπα τα καράβια και πήρανε την Πόλη, έτσι ήρθανε και οι Τουρκάντ` και πάτησαν τη Ρωμανία».
Αυτή την ιστορία την έλεγαν όλοι οι δάσκαλοι στο σχολειό. Και τα παιδιά την έβαζαν καλά μεσ` το μυαλό τους. Το ήξεραν ότι μετά το κούρσεμα της Πόλης, έμεινε μόνον ο Πόντος όρθιος για άλλα δέκα χρόνια κι έπειτα έπεσε κι η Τραπεζούντα μπροστά στου Μωχαμέτη το ασκέρι. Τον πρόδωσαν και τον κυρ-Δαβίδ τον Κομνηνό οι άρχοντες, για να πάρουν πλούτη κι αξιώματα απ` το σουλτάνο.
Αυτοί εδώ στη Νικόπολη είχανε κεφαλή το βασιλιά των Ασπροπροβατάδων, τον Ουζούν Χασάν. Του είχε δώσει γυναίκα του ο Δαβίδ την αδερφή του τη Θεοδώρα κι όλο το μέρος προίκα να το κυβερνάει. Αυτή η Δέσποινα Χατούν των Κομνηνών, έλεγε ότι η Ρωμανία ζει και ήθελε να λευτερώσει όλο τον Πόντο πάλι. Τότε οι Οθωμανοί, μαζί με Τουρκομάνους, Μαυροπροβατάδες και Μαμελούκους, νίκησαν τον Ουζούν Χασάν και πήραν και τη Νικόπολη. Έφτασε ο Μωχαμέτης με τα κανόνια και τις μπομπάρδες του και έτσι έπεσε και το Μαυρόκαστρον, το τελευταίο κάστρο της Ρωμανίας. Ήταν 22 Αυγούστου του 1473.
«Από τότε τους Οθωμανούς έχουμε στην κεφαλή παιδί μου. Και πόσο ακόμα, κανείς δεν ξέρει. Κάτ` έλεγαν για το βασιλέα που μαρμάρωσε στης Αγιασοφιάς το μοναστήρι, αλλά… Πολλά χρόνε εδέβανε, ασό Ρωμαίον βασιλέα χαπάρ` `κι έχωμεν. Ο Θεόν εξέρ`».
https://www.facebook.com/Ibrahim.son.of.Hercules
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου