Δευτέρα 18 Ιουλίου, 07:20 πμ. Παίρνω πάλι το γνωστό δρόμο για τη Γαράσαρη. Για την Πατρίδα. Μετ'εμέν εντάμαν παιδία τ'Ασαρτζούγουν, τη Κατάχωρη, της Μπάλτζανας. Σάββας Τζεντεμεϊδης, Θεόδουλος Τσοχαταρίδης, Θεόδωρος Τσαχαλίδης,
Οι 45 Μάρτυρες της Νικοπόλεως (μεταξύ αυτών και οι πρόκριτοι της Νικοπόλεως, Λεόντιος, Μαυρίκιος, Δανιήλ και Αντώνιος) ήταν πιθανότατα στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού κατά την περίοδο των διωγμών του χριστιανισμού, επί του αυτοκράτορα Λικίνιου (308-324 μΧ).
Δούκας της Λεγεώνας της Αρμενίας ήταν ο Λυσίας, ο οποίος απαίτησε από τους 45 Μάρτυρες που έφεραν μπροστά του, να θυσιάσουν στα είδωλα και να απαρνηθούν το Χριστό. Αυτοί αρνήθηκαν σθεναρά, με αποτέλεσμα να τους αλυσοδέσουν και να τους φυλακίσουν στον πύργο της βόρειας πύλης του κάστρου της Νικοπόλεως. Καθημερινά τους πίεζαν να απαρνηθούν τη χριστιανική πίστη, άλλοτε με υποσχέσεις και άλλοτε με απειλές ότι θα τους ρίξουν αλυσοδεμένους στον ποταμό Λύκο για να πνιγούν. Όταν ο Λυσίας το πήρε απόφαση ότι δεν πρόκειται να υποκύψουν, διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, να τους κάψουν και τα οστά τους να τα ρίξουν στα νερά του Λύκου. Οι χριστιανοί της Νικοπόλεως περισυνέλλεξαν όσα λείψανα μπόρεσαν από το ποτάμι και τα φύλαξαν στους ευκτήριους οίκους της περιοχής.
Το μαρτύριό τους διαδόθηκε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και αργότερα αναδείχθηκαν σε Αγίους του Χριστιανισμού. Η ανατολική εκκλησία τους τιμά στις 10 Ιουλίου και η δυτική εκκλησία στις 23 Μαϊου. Η Σύναξή τους τελούνταν στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Αγίας Ακετυλίνης. Όταν ο χριστιανισμός πλέον είχε γίνει επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο Ιουστινιανός, σύμφωνα με τον Προκόπιο, ανήγειρε στη Νικόπολη μοναστήρι στο όνομα των 45 Μαρτύρων.
Απολυτίκιον των 45 εν Νικοπόλει Μαρτύρων
Στρατός θεοσύλεκτος, παρεμβολή ιερά, νομίμως αθλήσαντες υπέρ της δόξης Χριστού, εν Πνεύματι ώφθητε. Μάρτυρες του Κυρίου, Τεσσαράκοντα πέντε, λύσαντες δι’ αγώνων την πολύθεην πλάνην. Διό ημών τους αγώνας, πάντες δοξάζομεν.
Ως ευσεβείας θεμέλιοι άρρηκτοι, οι Τεσσαράκοντα πέντε ηρίστευσαν, ψυχής συμφωνία συνδούμενοι και εν σταδίω βοώντες γηθόμενοι. Χριστός των Μαρτύρων ο στέφανος.
Συγκεκροτημένοι πανευσεβώς, ώσπερ συναυλία, ης ο Κύριος οδηγός, εν τη Νικοπόλει,
οφθέντες Αθλοφόροι, προς πόλιν ουρανίαν κατεσκηνώσατε.
Vatanimi kaybettim, ağladim ve aci çektim,
hatirliyorum ve ağliyorum, unutamiyorum.
Την πατρίδα'μ έχασα, έκλαψα και πόνεσα,
λύουμαι κι αρροθυμώ, όι-όι, ν' ανασπάλω κι επορώ.
Μίαν, εσερεύταν σ’ έναν μέρος Τρουκ’ και Ορωμαίοι και γονούσευσαν. Σίτε εκαλάτζευαν κι έστεκαν, άρτουχ εσκάλωσαν και έλεγαν για την πίστιν εμούν.
Ήνας Τρούκος είπεν σ’ Ορωμαίοις:
-«Για πέστε ‘μεν, ας τερώ σας. Τ’εσέτρον ο παράδεισον εν κι άλλο καινούριν κι άλλο σαλτανατλίν, γιόκσαμ τ’εμέτρον τη Τρουκωνών».
Χαμάν ένας Ορωμαίος ελάγκεψεν ση μέσ’ απές και είπεν:
-«Τζάνουμ Μούσταφα, γιατί λες αβού; Αλλάχ, Αλλάχ, χέλπετε τ’εσέτρον ο παράδεισον ασ’ τ’εμέτρον κι άλλο καινούριν εν. Πάντα αμούν ήλος παρλαάβ. Τ’εμέτρον πα τ’ Ορωμαίων εν χάρμα χαλάγιν. Απάν εκέν να κρους χαμάν ρουζ’, χαλάεταιν».
Στις 8 Ιανουαρίου του 454, γεννήθηκε στη Νικόπολη από πλούσια οικογένεια ευγενών, ο Ιωάννης ο Ησυχαστής. Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους γονείς του Εγκράτιο και Ευφημία, οπότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς και να μονάσει. Έτσι, περίπου το 475, έχτισε τη Μονή της Παναγίας σε ένα κοίλωμα-σπηλιάτου βράχου της Αναλήψεως, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νικόπολης. Εκεί έμεινε μαζί με δέκα άλλους μοναχούς, μέχρι το 481, όταν σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κολωνείας.
Με το πέρασμα των αιώνων η Μονή ερημώθηκε και απέμειναν μόνο ερείπια. Έπρεπε να περάσουν 13 αιώνες για να εμφανιστεί άξιος διάδοχος του Αγίου Ιωάννη του Ησυχαστή, κτήτορος της Παναγίας της Γαράσαρης.
Το 1785 λοιπόν, γεννιέται στο χωριό Χάχαβλα ο Ιωαννίκιος Θωμαϊδης, ο οποίος γύρω στο 1805-1810 εκάρη μοναχός και έβαλε σκοπό της ζωής του να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Τελικά το κατάφερε και περίπου μεταξύ 1812-1815 το οικοδόμημα ήταν έτοιμο και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος της Μονής.
Ας το Γαλατζούγουν ο Χατζηλίαν έτον σο χιοκιουμέτιν. Έτον πολλά φίλος με την Τρουκ’ς. Έτον και πολλά σαχατζής. Ίντεν κι αν έλεγεν, οι Τρουκ κ’εχολέσκουσαν.
Έναν ημέραν με την Τρουκ’ς εντάμαν επέϊνεν σο παζάριν, σην Γαρέσαρην. Ση ποταμί την άκραν είδαν πολλά σκυλία και έτρωγαν έναν λέσιν.
«Χάτζηλια», είπαν οι Τρουκ, «για τερά! Εσήμερον Τετράδην ημέραν εν, οι Ορωμαίοι κρέας τρώγνεν»!
Ο Χατζηλίαν χαμάν ελάγκεψεν κι εκατήβεν ας τ’ άλογον’ατ. Εδήβεν σα σκυλία σιμά, εκλώστεν οπίς και είπεν’ατς:
«Εφέντιλερ, εγώ ερώτ’σα τα σκυλία και είπανε’μεν: Ελχάμ τ’Ουλλάχ. Εμείς ούλ’ Τρουκ είμες».
Οι Τρουκ ελίγον αμούν εγίζεψαν, αμούν εγέλασαν κι κάτ’ έλεαν.
Τη Γενεκέντων ο Θόδωρον μίαν σιτέ επέϊνεν σο Τσαγράγιν κ’ εξ ερούξεν από πίσ’ατ έναν τουρκικόν μωρόν. Δέκα χρονών έτον κ’ έτον το μωρόν. Πεινασμένον έτον, εδέκεν α ψωμίν έφαγεν και επ’εκεί ερώτσεν απόθεν εν και τίνος εν.
-Γετίμιν είμεν, είπεν το μωρόν, κάναν κ’έχω και τη χωρί’μ τ’όνομαν ενέσπαλά’το.
Ο Θόδωρον πα πολλά ανάγκεν είϊσεν ας τη ζώων τ’ερίαμαν. Αθάρεσεν κελεπούριν ηύρεν. Μπρε, είπεν α, έρσεσαι μετ’εμέν; Θα σφάζω σε, θα ποτίζω σε, τα λώματα’ς τα τσαρούχα’ς ούλα μετά σωστάνα ποίγωσ’ατά. Εσύ πα να ερέζης τα ζα’μουν. Έρσεσαι;
Την ημέρα των Θεοφανείων το εκκλησίασμα μετά κατανύξεως και φόβου Θεού παρηκολούθει την ιεράν ακολουθίαν του αγιάσματος και της καταδύσεως του Σταυρού, η οποία ετελείτο μέσα εις ένα δίλαβο μεγάλο καζάνι, καθόσον οι ποταμοί και αι λίμναι ήσαν παγωμέναι.